Καθώς αποχαιρετούσαν τον παλιό χρόνο και χαιρέτιζαν το νέο με – όπως συνήθως – άφθονες ποσότητες από την καλύτερη σαμπάνια, οι αστοί στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, πρέπει να ένιωσαν μια απίστευτη ικανοποίηση. Επτά χρόνια μετά την καταστροφή του 2008, παραμένουν σταθερά κυρίαρχη! Οι προηγούμενοι φόβοι ότι η κρίση θα οδηγούσε σε κάποια τρομερή κοινωνική και πολιτική «Αποκάλυψη» έχουν υποβαθμιστεί. Ο καπιταλισμός είναι ζωντανός και σε σχετικά καλή κατάσταση. Τα κέρδη ρέουν ελεύθερα και οι πλούσιοι γίνονται όλο και πλουσιότεροι. Με λίγα λόγια, τα πάντα κινούνται προς το καλύτερο για τα υψηλότερα κλιμάκια του καπιταλιστικού κόσμου.
Όλο αυτό θυμίζει τις ψευδαισθήσεις που υπήρχαν στην αίθουσα χορού του Τιτανικού, δευτερόλεπτα πριν κάποιος στο κατάστρωμα εντοπίσει το αμυδρό περίγραμμα ενός παγόβουνου. Αλλά πάνω από αυτό το κεφάτο καρναβάλι των χρημάτων και κερδών, εκείνοι που έχουν μάτια και μπορούν να δουν, μπορούν να ανιχνεύσουν ήδη τα σύννεφα που μαζεύονται. Δώδεκα μήνες πριν, οι οικονομολόγοι προέβλεπαν ότι το 2014 θα είναι έτος ανάκαμψης. Ένα χρόνο αργότερα, κανείς δεν υποστηρίζει σοβαρά αυτή τη ψευδαίσθηση. Η παγκόσμια οικονομία είναι στην καλύτερη περίπτωση, στάσιμη, ενώ ένας αυξανόμενος αριθμός οικονομολόγων προβλέπουν μια νέα ύφεση.
Ο Μαρξισμός εξηγεί ότι σε τελευταία ανάλυση η βιωσιμότητα του κάθε κοινωνικο-οικονομικού συστήματος καθορίζεται από την ικανότητά του να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για την παρούσα κρίση. Η αστική κοινωνία βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο. Οι αστοί οικονομολόγοι δεν καταλαβαίνουν την κρίση και δεν έχουν καμία λύση για αυτήν. Πρόκειται για μια περίπτωση τυφλών που οδηγούν τυφλούς.
Η κρίση του 2008 ήταν μια ιστορική καμπή. Πριν από αυτήν, άπαντες οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί συμφωνούσαν ότι το κράτος δεν πρέπει να παίζει κανένα ρόλο στην οικονομία. Αλλά από την κρίση και έπειτα, όλες οι μεγάλες τράπεζες έπρεπε να σκύψουν και να βασιστούν πάνω στο κράτος, όπως ένας άρρωστος βασίζεται στα δεκανίκια. Η γενναιοδωρία του κράτους προς τις τράπεζες μετατράπηκε πλέον σε απροσδόκητη «τσιγκουνιά» απέναντι στον υπόλοιπο πληθυσμό. Ξαφνικά δεν υπάρχουν χρήματα για τα σχολεία και τα νοσοκομεία, για τους φτωχούς και τους αρρώστους, για τις συντάξεις και τις υποτροφίες σε σπουδαστές. Αλλά αντίθετα, για τα πλούσια παράσιτα υπάρχουν χρήματα χωρίς όριο.
Αυτή η ασύγκριτη γενναιοδωρία προς τους τραπεζίτες είχε σκοπό να ενισχύσει την πίστωση και κατά συνέπεια, να οδηγήσει στην τόνωση μιας οικονομικής ανάκαμψης. Αλλά τα δισεκατομμύρια της γενναιοδωρίας των κρατών δεν έχουν οδηγήσει ακόμα σε κάποια ανάκαμψη, αντάξια των ποσών που διατέθηκαν. Οι τραπεζίτες εισέπρατταν τα χρήματα και τα χρησιμοποίησαν για να κερδοσκοπούν στο χρηματιστήριο, ώστε να αποκομίσουν ακόμη μεγαλύτερα κέρδη. Η ανισότητα έχει αυξηθεί σε πρωτοφανή επίπεδα. Σαν ένα γιγαντιαίο παρασιτικό σκουλήκι που απομυζά το αίμα της κοινωνίας, οι πλούσιοι γίνονται όλο και πλουσιότεροι, ενώ εκατομμύρια έχουν βυθιστεί στη φτώχεια και την απελπισία.
Οι πραγματικές προοπτικές παρουσιάστηκαν πέρυσι στην έκθεση του ΟΟΣΑ, που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν θα υπάρξει ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας για τα επόμενα πενήντα χρόνια. Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει δεκαετίες λιτότητας, περικοπές και επιθέσεις στο βιοτικό επίπεδο. Αποτελεί μία τέλεια συνταγή για την έκρηξη της ταξικής πάλης παντού.
Η προσπάθεια να επιλυθεί η κρίση, μέσω της «ποσοτικής χαλάρωσης» στις ΗΠΑ ήταν ένα μέτρο, υπαγορευόμενο από την απελπισία. Τώρα έχουν αναγκαστεί να υποχωρήσουν και από αυτό. Το παράδειγμα της Ιαπωνίας είναι ακόμη πιο εύγλωττο. Η προσπάθεια του Abe (ΣτΜ.: Πρωθυπουργός της Ιαπωνίας) να προχωρήσει στο ίδιο μέτρο επίσης κατέληξε σε μια τρομερή πανωλεθρία.
Εν τω μεταξύ, η δυσαρέσκεια αυξάνεται. Αυτή η κρίση επηρεάζει κάθε χώρα στον κόσμο. Η παγκοσμιοποίηση εκδηλώνεται ως μια παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού. Η Κίνα θα έπρεπε να ενεργεί ως η κινητήρια δύναμη της ανάκαμψης. Αλλά η ανάπτυξη ακόμα και στην Κίνα επιβραδύνεται. Όλες οι λεγόμενες χώρες BRICS βρίσκονται σε κρίση. Η Βραζιλία είναι σε ύφεση, η Ινδία είναι σε κρίση, όπως αποκάλυψε η απότομη πτώση της αξίας της ρουπίας. Η ρωσική οικονομία έχει πληγεί από την πτώση της τιμής του πετρελαίου (πτώση που αντανακλά μία στάσιμη και μειούμενη ζήτηση), η οποία επιδεινώθηκε με την επιβολή κυρώσεων, και αντιμετωπίζει μια σοβαρή ύφεση.
Κάποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι οι Σαουδάραβες θα προχωρούσαν σε μείωση της παραγωγής πετρελαίου, για να αποτρέψουν την περαιτέρω πτώση της τιμής του πετρελαίου. Αντίθετα, οι Σαουδάραβες συνεχίζουν να αυξάνουν την παραγωγή πετρελαίου, ώστε να καταστρέψουν τον αναπτυσσόμενο τομέα της παραγωγής πετρελαίου μέσω σχιστόλιθου στις ΗΠΑ. Αλλά η πτώση της τιμής του πετρελαίου σηματοδοτεί την καταστροφή και για άλλα πετρελαιοπαραγωγά κράτη, όπως το Ιράν, το Ιράκ και η Βενεζουέλα.
Η κρίση της Ευρώπης
Πριν από δύο χρόνια ο Mario Draghi δήλωσε ότι η ΕΕ θα δαπανήσει όσα χρήματα ήταν αναγκαία για την προστασία του ευρώ. Αλλά ποιος κατέχει αυτά τα αναγκαία ποσά; Οι Γερμανοί. Αλλά οι Γερμανοί δεν έχουν καμία ιδιαίτερη επιθυμία να εγγυηθούν τα χρέη των χωρών της νότιας Ευρώπης. Η ανεργία στην Ευρώπη επισήμως ανέρχεται στο 11% περίπου, κάτι το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Στην Ισπανία το ποσοστό αυτό φτάνει περίπου το 25%, ενώ η κατάσταση στην Ελλάδα είναι ακόμη χειρότερη. Δύο στους τρεις νέους Έλληνες δεν έχουν εργασία. Τίποτα δεν έχει λυθεί στην Ελλάδα.
Η κρίση του ευρώ ξεκίνησε πριν από πέντε χρόνια στην Ελλάδα και έχει πλέον εισέλθει σε μια νέα φάση στη χώρα. Μετά από πέντε χρόνια περικοπών, λιτότητας και βασάνων, το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί από το 125% του ΑΕΠ στο 175%. Όλες οι θυσίες των Ελλήνων υπήρξαν μάταιες. Η Ελλάδα αιωρείται στο χείλος μιας νέας, ακόμη πιο τρομερής κρίσης. Η κατάρρευση του αστικού συνασπισμού της δεξιάς με επικεφαλής τον Αντώνη Σαμαρά έχει ανοίξει μία νέα και θυελλώδη περίοδο. Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κερδίσει τις εκλογές στο τέλος του Ιανουαρίου.
Ο Σαμαράς θεωρούσε ότι οι Βρυξέλλες θα του έδιναν κάποια περιθώρια ελιγμών, αλλά αυτό δεν συνέβη. Η Μέρκελ και οι άλλοι ηγέτες της Ευρώπης ήταν αδιάλλακτοι. Ζητούσαν νέες και ακόμα μεγαλύτερες περικοπές στις συντάξεις και το βιοτικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, ο Έλληνας Πρωθυπουργός προσπάθησε να κάνει μια απελπισμένη κίνηση, προχωρώντας στην εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεδομένου ότι η θέση αυτή έχει περισσότερο ή λιγότερο τελετουργικό χαρακτήρα, μια τέτοια εκλογή θα έπρεπε κανονικά να αντιμετωπιστεί με απόλυτη αδιαφορία. Αλλά αυτή τη φορά είχε ως αποτέλεσμα μία άμεση κρίση. Η απότομη πτώση στο χρηματιστήριο της Αθήνας αποκάλυψε την ακραία νευρικότητα της αστικής τάξης.
Η αστική τάξη είναι τρομοκρατημένη από την προοπτική μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Αυτό που τους φοβίζει δεν είναι τόσο οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι προσπαθούν τώρα να καθησυχάσουν την τρόικα ότι είναι υπεύθυνοι πολιτικοί, αλλά οι ταξικές δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι Έλληνες εργαζόμενοι έχουν εμφανίσει κολοσσιαία μαχητικότητα. Έχουν συμμετάσχει σε περισσότερες από τριάντα γενικές απεργίες κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Αλλά οι απεργίες έδειξαν τα όριά τους. Στο παρελθόν, οι διαδηλώσεις και οι απεργίες μπορούσαν ενίοτε να αναγκάσουν την όποια κυβέρνηση να αλλάξει την πολιτική της. Αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί πλέον. Η κρίση είναι πολύ βαθιά για να προχωρήσουν σε σοβαρές παραχωρήσεις. Στην Ελλάδα το όπλο της μονοήμερης απεργίας χάνει έτσι κάθε δύναμη που θα μπορούσε να έχει. Μετατράπηκε σε ένα ανούσιο τελετουργικό που οι αστοί και η κυβέρνηση μπορούν να αγνοήσουν.
Αποκλεισμένοι στο κινηματικό μέτωπο, οι εργαζόμενοι φυσικά θα στραφούν σε πολιτικό επίπεδο σε αναζήτηση μιας λύσης για τα πιο πιεστικά προβλήματα τους. Θα ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η εμπειρία του παρελθόντος, τους έχει κάνει δύσπιστους όσον αφορά όλους τους πολιτικούς. Ο Τσίπρας υπόσχεται μεταρρυθμίσεις: την αύξηση του κατώτατου μισθού, την παροχή δωρεάν τροφής και ηλεκτρικής ενέργειας για τις φτωχές οικογένειες, την αύξηση της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα. Το πρόβλημα είναι ότι σε καπιταλιστική βάση τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να λειτουργήσουν. Μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα αντιμετωπίσει αμέσως το σαμποτάζ των τραπεζιτών και των καπιταλιστών. Ακόμη και πριν από τις εκλογές, ο Τύπος είχε ήδη αναφέρει μια μαζική φυγή κεφαλαίων. Αυτό είναι ήδη μια προειδοποίηση της απεργίας του κεφαλαίου που θα αντιμετωπίσει μια αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα.
Παγκόσμια αστάθεια
Όπου και να κοιτάξουμε υπάρχει αστάθεια: οικονομική, κοινωνική, πολιτική και διπλωματική. Η σημερινή παγκόσμια κατάσταση δεν έχει προηγούμενο στην Ιστορία. Στο παρελθόν υπήρχαν πάντα τρεις ή τέσσερις Μεγάλες Δυνάμεις, που εξισορροπούσαν η μία την άλλη. Αλλά μετά την πτώση της ΕΣΣΔ υπάρχει μόνο μία υπερδύναμη, οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ΗΠΑ δαπανούν 640 δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο για εξοπλισμούς. Καμία άλλη χώρα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτή την τεράστια στρατιωτική δύναμη. Και όμως, η δύναμη του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ έχει όρια και τα όρια αυτά εκτέθηκαν στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.
Όπως ο «ταύρος σε υαλοπωλείο», οι μυωπικοί Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές έχουν αποσταθεροποιήσει όλη τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, καθώς και το Πακιστάν. Τώρα είναι υποχρεωμένοι να στέλνουν την πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ να βομβαρδίσουν τους ίδιους τζιχαντιστές, που οι ίδιοι και οι σύμμαχοί τους, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, δημιούργησαν, όπλισαν και χρηματοδότησαν σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να ανατρέψουν το καθεστώς του Άσαντ στη Συρία. Αυτή η ξαφνική εξέλιξη της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή είχε μια συνέπεια που δεν προβλέφθηκε ούτε είναι επιθυμητή από τα στελέχη της Ουάσιγκτον. Μετέβαλε το ισοζύγιο δυνάμεων απότομα υπέρ του Ιράν, το οποίο έχει πλέον de facto έλεγχο σε μεγάλα τμήματα του Ιράκ, ενώ αυξάνει την επιρροή του στη Συρία και τον Λίβανο.
Λόγω της 100ης επετείου του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, πολλοί άνθρωποι έχουν προσπαθήσει να αναδείξουν τις αναλογίες με τη σημερινή κατάσταση. Αλλά τέτοιες αναλογίες είναι εντελώς αβάσιμες. Η παρούσα κατάσταση είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του Αυγούστου του 1914. Τη δολοφονία του Φραγκίσκου Φερδινάνδου ακολούθησε αμέσως το τελεσίγραφο από τους Αυστριακούς. Τώρα, ενώ η Ρωσία παρεμβαίνει στην Ουκρανία, οι Αμερικανοί αφενός διαμαρτύρονται έντονα αλλά στην πράξη δεν κάνουν τίποτα – τουλάχιστον με στρατιωτικούς όρους. Η ανικανότητα της Ευρώπης έχει εκτεθεί ακόμη πιο έντονα στην ουκρανική κρίση. Έχουν προβεί σε κυρώσεις, αλλά αυτές έπληξαν περισσότερο την ίδια την Ευρώπη και κυρίως τη Γερμανία. Η κατάρρευση του ρουβλίου σημαίνει ότι οι γερμανικές εξαγωγές προς τη Ρωσία δεν αποτελούν σοβαρό ενδεχόμενο.
Η ίδια η Ρωσία είναι τώρα σε κρίση. Αυτό θα σηματοδοτήσει μια στροφή στην κατάσταση. Οι Ρώσοι εργάτες ήταν διατεθειμένοι να ανεχθούν τον Πούτιν όσο εμφανιζόταν ως εγγυητής της σταθερότητας και της οικονομικής ανάπτυξης. Αλλά τώρα η κατάσταση μετατρέπεται στο αντίθετό της. Η ουκρανική κρίση του επέτρεψε να φορέσει το μανδύα του ρωσικού εθνικισμού, κάνοντας έκκληση προς το φυσικό ένστικτο των Ρώσων εργαζομένων να εκφράσουν τη συμπαράσταση και την αλληλεγγύη τους στους Ουκρανούς αδελφούς και αδελφές τους. Όμως, οι ενέργειες του εκθέτουν την κυνική του στάση προς το λαό της Ουκρανίας. Η εθνικιστική ρητορική του μπορεί να χρησιμεύσει για να ξεγελάσει τις μάζες για ένα χρονικό διάστημα, αλλά αργά ή γρήγορα η εθνικιστική ομίχλη θα υποχωρήσει και θα υπάρξει μια έντονη αντίδραση ενάντια στο σημερινό καθεστώς. Με μια αναπόφευκτη καθυστέρηση οι Ρώσοι εργάτες θα αντλήσουν τα απαραίτητα συμπεράσματα και θα προχωρήσουν σε δράση.
Επαναστατικές προοπτικές
Μακριά από το να πετύχει σταθερότητα, ο παγκόσμιος καπιταλισμός βυθίζεται όλο και βαθύτερα στην κρίση. Όπως είχαμε υποστηρίξει πριν από λίγο καιρό, κάθε προσπάθεια των αστών για την αποκατάσταση της οικονομικής ισορροπίας χρησιμεύει μόνο για να καταστρέψει την κοινωνική και πολιτική ισορροπία. Αυτό το βλέπουμε τώρα σε μία χώρα μετά την άλλη. Η λεγόμενη ανάκαμψη είναι η πιο αδύναμη στην ιστορία και η μόνη λύση που παρουσιάζεται στην άρχουσα τάξη και τους πολιτικούς παράγοντές της είναι περισσότερες περικοπές και περισσότερη λιτότητα, ακόμη και αν η εμπειρία έχει αποδείξει ότι το μόνο αποτέλεσμα είναι η εμβάθυνση της κρίσης και η αύξηση των ελλειμμάτων, ενώ προκαλεί κοινωνική πόλωση που απειλεί να ξεφύγει από τα όρια της νομιμότητας και να ανατρέψει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Η πρωτοφανής αύξηση της ανισότητας καταστρέφει την ίδια την κοινωνική συνοχή. Ο Μαρξ είχε προβλέψει ότι ο καπιταλισμός θα οδηγούσε αναπόφευκτα στη συγκέντρωση του κεφαλαίου και την πόλωση μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Σήμερα αυτή η πρόβλεψη του Μαρξ, η οποία προκάλεσε την αγανάκτηση των αστών ακαδημαϊκών κοινωνιολόγων, έχει αποδειχθεί με τεράστια ακρίβεια. Παντού υπάρχει ένα βαθύ μίσος για τους τραπεζίτες και τους πλούσιους, αλλά και μια βαθιά δυσπιστία προς όλα τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα, όχι μόνο τα αστικά κόμματα, αλλά και τα λεγόμενα κόμματα της Αριστεράς.
Παντού βλέπουμε μια αυξανόμενη κοινωνική αναταραχή, η οποία δεν έχει ακόμη την απαραίτητη εστίαση, οργάνωση και ηγεσία. Στη Βρετανία πριν από τρία χρόνια υπήρξαν ταραχές από νέους ανέργους, κάτι που αιφνιδίασε τους πάντες. Στην Ιταλία, όχι πολύ καιρό πριν, οι ηγέτες των συνδικάτων με ένα απλό κάλεσμα «κατέβασαν» ένα εκατομμύριο εργαζομένων στους δρόμους της Ρώμης. Στην Ελλάδα οι εργαζόμενοι έχουν πραγματοποιήσει πάνω από τριάντα γενικές απεργίες. Έχουμε δει κοινωνικές εκρήξεις στην Πορτογαλία, Βραζιλία, Τουρκία και ακόμα νωρίτερα στην Τυνησία και την Αίγυπτο. Αντιμέτωποι με αυτά τα γεγονότα, ποιος μπορεί να πει ότι οι μάζες είναι αδρανείς και απαθείς;
Ξανά και ξανά οι μάζες έχουν δείξει την προθυμία τους να αγωνιστούν. Αλλά όταν κινούνται για να προσπαθήσουν να αλλάξουν την κοινωνία, δεν βρίσκουν την οργάνωση και την ηγεσία που θα μπορούσε να προσφέρει την αναγκαία συνοχή και σαφήνεια, που μόνο αυτή μπορεί να εγγυηθεί την επιτυχία. Αντίθετα, θεωρούν ότι οι υφιστάμενες ρεφορμιστικές οργανώσεις δρουν ως ένα κολοσσιαίο φρένο για το κίνημα και εμπόδιο στην πορεία τους.
Οι ρεφορμιστές ηγέτες θεωρούν τους εαυτούς τους ως σοβαρούς ρεαλιστές, αλλά στην πραγματικότητα είναι το χειρότερο είδος ουτοπιστών. Κλεισμένοι στα άνετα γραφεία τους και την αποπνικτική ατμόσφαιρα των αιθουσών του Κοινοβουλίου, δεν έχουν καμία απολύτως επαφή με την πραγματικότητα. Δεν βλέπουν τη διάθεση του θυμού που υπάρχει στα βάθη της κοινωνίας. Στερούμενοι εμπιστοσύνης στην εργατική τάξη, βλέπουν τα πάντα μέσα από τα δικά τους ρεφορμιστικά πρίσματα, που τους τυφλώνουν στην πραγματικότητα.
Είναι η έλλειψη του υποκειμενικού παράγοντα – του επαναστατικού κόμματος και της ηγεσίας ο κύριος λόγος για τον παρατεταμένο χαρακτήρα της κρίσης. Είναι επίσης αυτό που της προσδίδει έναν τέτοιο σπασμωδικό χαρακτήρα. Η κεντρική αντίφαση της εποχής είναι η έντονη αντίθεση μεταξύ της ωρίμανσης της αντικειμενικής κατάστασης για μία επανάσταση από τη μία πλευρά και της χρεοκοπίας των υφιστάμενων μαζικών οργανώσεων, από την άλλη. Όπως το έθεσε ο Τρότσκι το 1938, η κρίση της ανθρωπότητας μπορεί να θεωρηθεί ως η κρίση της ηγεσίας της εργατικής τάξης. Το πιο σημαντικό ερώτημα είναι: πώς πρέπει να λυθεί αυτή η αντίφαση;
Για τους σεχταριστές το ερώτημα αυτό λύνεται με έναν γρήγορο αφορισμό. Λένε: οι ρεφορμιστές ηγέτες έχουν προδώσει και θα προδίδουν πάντα την εργατική τάξη. Και καλούν τους εργαζόμενους να ενωθούν μαζί τους στην κατασκευή ενός νέου κόμματος – μία έκκληση η οποία πάντα θα πέφτει στο κενό, επειδή οι εργαζόμενοι δεν καταλαβαίνουν τις μικρές οργανώσεις. Η ζωή τους έχει διδάξει ότι, ακόμη και για το ζήτημα να κερδίσει μια απεργία μια μαζική οργάνωση είναι απαραίτητη. Πόσο περισσότερο ισχύει αυτό στην περίπτωση που πρόκειται για την αλλαγή του κόσμου;
Παρ ‘όλα αυτά, αποτελεί σοβαρό λάθος να φετιχοποιήσουμε κάθε υφιστάμενη οργάνωση. «Αυτό που υπάρχει, αξίζει να χαθεί» ήταν ένα απόφθεγμα του Ηράκλειτου, στο οποίο ο Μαρξ αναφερόταν συχνά. Το γεγονός ότι ένα κόμμα (ή ακόμα και ένα συνδικάτο) ήταν κάποτε μια μαζική δύναμη δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι θα συνεχίσει να παραμείνει πάντα έτσι. Τα κόμματα, όπως και οι άνθρωποι, μπορούν να γεννηθούν και να ανθίσουν για μια στιγμή, αλλά στη συνέχεια, να παύσουν να υπάρχουν. Τέτοιοι μετασχηματισμοί είναι σχετικά σπάνιοι σε «κανονικές» περιόδους, αλλά δεν είναι καθόλου ασυνήθιστοι σε περιόδους μεγάλων κοινωνικών αναταραχών. Στην πραγματικότητα, είναι πολύ συχνοί.
Απαράμιλλος εκφυλισμός
Υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ της κατάστασης αυτής και της κατάστασης που επικρατούσε πριν το 1914. Μια μακρά περίοδος καπιταλιστικής ανάπτυξης είχε ως αποτέλεσμα τον εθνικιστικό, μεταρρυθμιστικό εκφυλισμό της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό αποκαλύφθηκε τον Αύγουστο του 1914. Η μακρά περίοδος καπιταλιστικής ανάπτυξης που ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε σε έναν άνευ προηγουμένου εκφυλισμό όλων των κομμάτων της εργατικής τάξης – όχι μόνο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αλλά και τα πρώην Κομμουνιστικά Κόμματα. Σε μια επαναστατική περίοδο κόμματα και αρχηγοί υπόκεινται σε αυστηρό έλεγχο από τις μάζες που αναζητούν μια διέξοδο από την κρίση. Αναπτύσσουν μια πολύ οξεία ευαισθησία και μια κριτική στάση που ήταν απούσα ή ανεπαρκώς ανεπτυγμένη πριν. Σε μια «φυσιολογική» περίοδο, οι άνθρωποι δεν έχουν την τάση να εμπλακούν στην πολιτική, η οποία τους φαίνεται σαν κάτι ξένο, μυστηριώδες, ακατανόητο. Θα έλεγαν: «Αφήστε την πολιτική στους πολιτικούς. Δεν τα καταλαβαίνουμε αυτά τα πράγματα.» Με την ίδια λογική θα αφήσουν τα συνδικάτα, στις συμβιβασμένες ηγεσίες.
Αλλά σε μια επαναστατική περίοδο, η στάση αυτή αρχίζει να αλλάζει. Οι μάζες έχουν ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις πολιτικές υποθέσεις που επηρεάζουν τη ζωή τους πολύ άμεσα.
Στην αναζήτησή τους για λύσεις στρέφονται πρώτα σε ένα κόμμα και στη συνέχεια σε ένα άλλο. Οι κυβερνήσεις, τα προγράμματα και οι ηγέτες υποβάλλονται σε διαρκή δοκιμασία, και όταν αποτυγχάνουν σε αυτή, απορρίπτονται και οι μάζες θα αναζητήσουν λύση αλλού. Κόμματα που φάνηκε να είναι άτρωτα και σταθερά για μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί ακόμη και να εξαφανιστούν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όλα τα είδη των κρίσεων, διασπάσεων αλλά και συσπειρώσεων μπορεί να συμβούν.
Μπορούμε να δούμε ότι αυτό έχει ήδη συμβεί. Στην Ιταλία για δεκαετίες, το Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI), ήταν το ισχυρότερο ΚΚ έξω από τη Σοβιετική Ένωση. Αλλά ο απαράμιλλος εκφυλισμός αυτών των κομμάτων οδήγησε στην κατάρρευση του PCI. Ακόμα νωρίτερα είδαμε την εξαφάνιση του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο κατά το παρελθόν έχει επίσης μια σημαντική βάση. Τώρα τίποτα δεν έχει απομείνει από αυτά τα κόμματα που κάποτε θεωρούνταν τα παραδοσιακά κόμματα της ιταλικής εργατικής τάξης.
Έχω πολλές φορές ακούσει να λέγεται ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν το παραδοσιακό κόμμα της ελληνικής εργατικής τάξης, αλλά αυτό είναι λάθος. Στην πραγματικότητα, το ΠΑΣΟΚ ήταν ένα σχετικά νέο κόμμα, που χρονολογείται από το 1974. Πριν από αυτό, το Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΕ) ήταν το κόμμα της ελληνικής εργατικής τάξης. Το ΠΑΣΟΚ εμφανίστηκε ακριβώς σε μια επαναστατική κατάσταση που ακολούθησε μετά την πτώση της Χούντας. Ο ιδρυτής του, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο γιος του Γιώργου Παπανδρέου, ενός φιλελεύθερου αστού πολιτικού, ο οποίος (Ο Γ.Π.- σ.τ.μ.) έπαιξε προδοτικό ρόλο ως μαριονέτα του βρετανικού ιμπεριαλισμού μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εφάρμοσε ένα πρόγραμμα που ήταν (τουλάχιστον στα λόγια) στα αριστερά του ΚΚΕ.
Ως αποτέλεσμα, το ΠΑΣΟΚ προσέλκυσε μεγάλο αριθμό ριζοσπαστικοποιημένων εργαζομένων και νεολαίων, που απωθούνταν από τον γραφειοκρατικό σταλινισμό του ΚΚΕ. Εδώ και μερικά χρόνια το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να θεωρηθεί το κύριο κόμμα της ελληνικής εργατικής τάξης, με ισχυρούς δεσμούς με τα συνδικάτα. Αλλά το ΚΚΕ μέχρι σήμερα εξακολουθεί να χαίρει της εμπιστοσύνης ενός μεγάλου ποσοστού πολιτικά συνειδητοποιημένων Ελλήνων εργαζομένων και έχει μια ισχυρή παρουσία στα συνδικάτα. Εν τω μεταξύ, αυτό που έχει συμβεί στο ΠΑΣΟΚ μετά την συμμετοχή του στην κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της παρούσας κρίσης σημαίνει ότι οι ηγέτες του ανέλαβαν την πλήρη ευθύνη για τις περικοπές και τη λιτότητα που έπληξαν την ελληνική κοινωνία. Ως αποτέλεσμα, έχει καταρρεύσει. Τα ποσοστά του προβλέπεται να μειωθούν ακόμη περισσότερο στις εκλογές αυτού του μήνα. Πράγματι, ορισμένοι αναλυτές αναφέρουν ότι θα μπορούσε να χάσει όλα τα μέλη του κοινοβουλίου και να μετατραπεί σε μια εξωκοινοβουλευτική ομάδα. Η ραγδαία άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα αποτελεί ένδειξη των διαδικασιών που μπορούν να πραγματοποιηθούν παντού.
Η εκρηκτική εμφάνιση του «Podemos» στην Ισπανία αποκαλύπτει την έκταση και το βάθος της λαϊκής δυσαρέσκειας που υπάρχει παντού. Στην Ισπανία, όπως και στην Ιταλία, το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν μια μαζική δύναμη, αλλά ως αποτέλεσμα των δεκαετιών του εκφυλισμού και των προδοσιών, έχει εξελιχθεί σε μια αδύναμη σκιά του προηγούμενου εαυτού του. Για να κατανοήσουμε την ταχύτητα με την οποία κινούνται τα γεγονότα, ας θυμηθούμε ότι μόλις πριν από ένα χρόνο, το Podemos μόλις που υπήρχε ως πολιτική δύναμη. Ωστόσο, τώρα οι δημοσκοπήσεις στην Ισπανία εμφανίζουν το Podemos ως πρώτη πολιτική επιλογή για τους ψηφοφόρους, μπροστά από το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE) και πολύ πιο μπροστά από το κυβερνόν Λαϊκό Κόμμα (PP), το οποίο οδεύει προς μια σοβαρή ήττα.
Στη Βρετανία είδαμε την εκπληκτική επιτυχία του «Ναι» στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, η οποία αποτελεί αναμφίβολα μια θεμελιώδη αλλαγή της κατάστασης. Δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι αυτή ήταν μια ψήφος προς τα αριστερά, μια ψήφος ενάντια στους Συντηρητικούς και Φιλελεύθερους (θα ασχοληθούμε με αυτό σε ξεχωριστό άρθρο), αλλά την ίδια στιγμή το Εργατικό Κόμμα (που είχε μια πολύ ισχυρή βάση στη Σκωτία) υπέστη επίσης απόρριψη. Αυτήν τη στιγμή όσο απίστευτο και αν φαίνεται, ο ηγέτης των Εργατικών Εντ Μίλιμπαντ είναι λιγότερο δημοφιλής στη Σκωτία από ότι ο ηγέτης των Συντηρητικών Ντέιβιντ Κάμερον. Ως αποτέλεσμα πολλών χρόνων κυριαρχίας της δεξιάς, Μπλαιρικής πτέρυγας, οι Εργατικοί αντιμετωπίζονται από πολλούς ως ένα ακόμα καθεστωτικό κόμμα.
Φυσικά, δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες. Κόμματα όπως το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα εξακολουθούν να έχουν μεγάλα αποθέματα υποστήριξης στις μάζες. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι το πολιτικό σκηνικό είναι πολύ πιο ασταθές, ταραχώδες και απρόβλεπτο από ότι ήταν στο παρελθόν. Ένα-ένα, όλα τα πολιτικά κόμματα θα τεθούν σε δοκιμασία. Θα υπάρξουν βίαιες διακυμάνσεις προς τα αριστερά και προς τα δεξιά. Αιφνίδιες και αιχμηρές αλλαγές θα είναι στην ημερήσια διάταξη. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για αυτό.
Είναι αυτονόητο ότι τα γεγονότα δεν θα εξελιχθούν σε μια ευθεία γραμμή. Είναι ανόητο να φανταστεί κανείς ότι οι εργαζόμενοι θα είναι πάντα έτοιμοι να κατέβουν στα οδοφράγματα. Η ίδια η ιστορία μας διδάσκει ότι οι επαναστάσεις είναι σπάνια γεγονότα. Όπως και οι πόλεμοι, δεν είναι η φυσιολογική κατάσταση των πραγμάτων, αλλά ένα διάλειμμα στην «ομαλότητα». Υπάρχει πάντα μια τάση προσκόλλησης στην υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων. Αυτό είναι το πιο φυσικό, ο ευκολότερος και πιο άνετος δρόμος για τις μάζες. Αλλά σε μια περίοδο βίαιων αναταραχών, οι μάζες μαθαίνουν να αμφισβητούν αυτή την «ομαλότητα» και αναζητούν μια διέξοδο, εξερευνώντας τον ένα δρόμο μετά το άλλο.
Η κρίση θα εξελιχθεί παντού, με διαφορετικούς ρυθμούς και με διαφορετική ένταση για χρόνια και δεκαετίες. Για το σύνολο αυτής της περιόδου το εκκρεμές θα συνεχίσει την κίνησή του προς τα αριστερά. Φυσικά, η επανάσταση δεν θα προχωρήσει σε μια ευθεία γραμμή. Οι περίοδοι μεγάλης προόδου θα εναλλάσσονται με στιγμές από κούραση, απογοήτευση και απελπισία. Περίοδοι μεγάλης προόδου θα ακολουθούνται από ήττες ακόμη και αντίδραση. Αυτή η αναπόφευκτη καθυστέρηση – η ίδια η έκφραση της αδυναμίας του υποκειμενικού παράγοντα – δεν είναι κακό πράγμα από τη δική μας άποψη.
Υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στον πόλεμο ανάμεσα στις τάξεις και τους πολέμους μεταξύ των εθνών. Ένας πόλεμος δεν είναι μια συνεχής μάχη, αλλά μια σειρά από αψιμαχίες, στην οποία οι στρατοί μαθαίνουν να μετρούν τη σχετική δύναμη της κάθε πλευράς. Οι μερικές νίκες θα ακολουθούνται από υποχωρήσεις, και περίοδοι βίας θα διακόπτονται από μακρές περιόδους αδράνειας, παρακολουθώντας και περιμένοντας. Αυτές οι αναπόφευκτες περίοδοι αδράνειας, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να προετοιμαστούμε περισσότερο, να εκπαιδεύσουμε και να στρατολογήσουμε ακόμα περισσότερους.
Για τους μαρξιστές η μελέτη των προοπτικών δεν είναι μια ακαδημαϊκή άσκηση, αλλά ένας τρόπος προετοιμασίας των στελεχών για τις επόμενες μάχες. Ο Τρότσκι είπε ότι η θεωρία είναι η ανωτερότητα της πρόβλεψης πάνω από την έκπληξη. Επιφανειακοί εμπειριστές που θεωρούν τους εαυτούς τους σοφούς επειδή περιορίζονται στα «άμεσα γεγονότα» είναι πάντα έκπληκτοι όταν η πορεία των γεγονότων ακολουθεί μια πορεία που ποτέ δεν προέβλεψαν ότι θα μπορούσε να υπάρξει. Οι Μαρξιστές αντιθέτως, βλέπουν πέρα από τα «γεγονότα» και διεισδύουν κάτω από την επιφάνεια για να βγάλουν τη βαθύτερη διαδικασία στα βάθη της κοινωνίας.
Φέτος είναι η 100ή επέτειος από τη Διάσκεψη στο Τσίμμερβαλντ, όταν μια χούφτα ανθρώπων, επαναστάτες διεθνιστές συγκεντρώθηκαν στο σκοτεινό ελβετικό χωριουδάκι σε μια προσπάθεια να οργανώσουν και να συντονίσουν τις δυνάμεις για το διεθνή σοσιαλισμό. Όταν ο Λένιν κοίταξε γύρω από το δωμάτιο και είδε πόσο λίγοι ήταν, παρατήρησε: «Φαίνεται ότι μπορούμε να χωρέσουμε όλους τους διεθνιστές του κόσμου σε δύο βαγόνια!»
Όταν ο Λένιν πρόφερε αυτά τα λόγια, η κατάσταση που αντιμετώπιζαν οι επαναστάτες φαινόταν σχεδόν απελπιστική. Ήταν πολύ μικρές ομάδες απομονωμένες από τις μάζες και εργάζονταν υπό συνθήκες αφάνταστης δυσκολίας. Ωστόσο, μόλις δύο χρόνια αργότερα, η Ρωσική Επανάσταση είχε ξεσπάσει και ένα μεγάλο επαναστατικό κύμα οδήγησε το Λένιν και τους Μπολσεβίκους στην εξουσία. Και η ιστορία έχει την συνήθεια της επανάληψης.
Ας αφήσουμε την απαισιοδοξία για τους αστούς και τους ρεφορμιστές παρατρεχάμενους τους. Έχουν κάθε λόγο να είναι απαισιόδοξοι! Αλλά εμείς έχουμε κάθε δικαίωμα να είμαστε αισιόδοξοι. Χαιρετίζουμε το νέο έτος με το πνεύμα που απαιτεί η εποχή μας: το πνεύμα του ενθουσιασμού για τη μάχη ενάντια σε ένα φθαρμένο, σάπιο και εκφυλισμένο σύστημα που δεν έχει πια καμία χρησιμότητά και είναι ώριμο για να ανατραπεί, τη μάχη για ένα νέο και καλύτερο κόσμο: τη μάχη για το σοσιαλισμό.
Άλαν Γουντς, Λονδίνο 5 Ιανουαρίου 2015
Μετάφραση: Θωμάς Γεωργίου, Διονύσης Νεόφυτος
{fcomment}