Στο β’ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, επιβεβαιώθηκε η εικόνα αποδοκιμασίας των κυβερνητικών υποψηφίων και των υποψηφίων που στήριξε η Ν.Δ, κυρίως μέσα από την τεράστια αποχή που άγγιξε επίπεδα ρεκόρ για τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας. Επίσης η Αριστερά πέτυχε περιορισμένες, αλλά σημαντικές νίκες σε μια σειρά δήμους.
Η αποχή ξεπέρασε και το ήδη υψηλό επίπεδο του 40% του πρώτου γύρου και έφτασε το 54% στην επικράτεια. Σε επίπεδο δήμων και περιφερειών η εικόνα ήταν ακόμη πιο αποθαρρυντική για τα δύο μεγάλα κόμματα. Στο δήμο Αθηναίων και στον Πειραιά η αποχή εκτινάχθηκε στο επίπεδο του 65%, ενώ στο δήμο Θεσσαλονίκης στο 55%. Στην περιφέρεια Αττικής, γενικότερα, η αποχή άγγιξε το 60%.
Εκτός της αποχής, στην β’ γύρο των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών, αύξηση παρουσίασαν και τα λευκά και τα άκυρα ψηφοδέλτια. Στις περιφερειακές εκλογές, τα άκυρα και λευκά ξεπέρασαν το 10%. Στην αναμέτρηση για την ανάδειξη δημάρχων τα άκυρα και λευκά ήταν πάνω από 7%.
Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο, το ΠΑΣΟΚ κέρδισε 8 περιφέρειες: Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, με τον Αρ.Γιαννακίδη, της Αττικής με τον Γ.Σγουρό, του Βορείου Αιγαίου με το Ν.Γιακαλή, της Δυτικής Ελλάδας με τον Απ.Κατσιφάρα, της Κρήτης με το Στ.Αρναουτάκη, του Νοτίου Αιγαίου με το Γ.Μαχαιρίδη, της Πελοποννήσου με τον Π.Τατούλη (είχε υποστηριχθεί και από τον ΛΑΟΣ) και της Στερεάς Ελλάδος με τον Κλ.Περγαντά.
Η ΝΔ κέρδισε 5 περιφέρειες: τη Δυτική Μακεδονία με τον Γ.Δακή, την Ήπειρο με τον Αλ.Καχριμάνη (είχε υποστηριχθεί και από τον ΛΑΟΣ), τη Θεσσαλία με τον Κ.Αγοραστό, των Ιονίων Νήσων με το Σπ.Σπύρου (είχε υποστηριχθεί και από τον ΛΑΟΣ) και της Κεντρικής Μακεδονίας με τον Π.Ψωμιάδη.
Παράλληλα, το ΠΑΣΟΚ κερδίζει 74 δήμους σε όλη τη χώρα -στους 49 δήμους μόνο του και στους υπόλοιπους σε συνεργασία με Οικολόγους και Δημοκρατική Αριστερά. Αντίστοιχα, η ΝΔ φαίνεται να κερδίζει 40 δήμους, το ΚΚΕ έναν (Πετρούπολη) και ο ΣΥΡΙΖΑ επίσης έναν σε συνεργασία με τους Οικολόγους και έξι με τη Δημοκρατική Αριστερά.
Η πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα αποχή, είναι μια ξεκάθαρη αποδοκιμασία για τη ΝΔ και την δεξιά ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Δυστυχώς η αποδοκιμασία αυτή δεν πήρε ξεκάθαρο πολιτικό χαρακτήρα και σε αυτό συντέλεσε όπως έχουμε ήδη γράψει, η πολυδιάσπαση της παραδοσιακής Αριστεράς, που αποτέλεσε αποτρεπτικό παράγοντα για να προσελκύσει ευρύτερα ακροατήρια, παρά το ιδιαίτερα ευνοϊκό γι’ αυτήν έδαφος.
Το γεγονός ότι παρά την τεράστια απώλεια ψήφων που υπέστη το ΠΑΣΟΚ, δεν ωφελήθηκε η Ν.Δ., αλλά αντίθετα οι δεξιοί συνδυασμοί έχασαν δήμους και περιφέρειες-κάστρα τους (Δήμος Αθηναίων, Δήμος Θεσσαλονίκης, Περιφέρεια Πελοποννήσου, δήμος Καβάλας, δήμος Σερρών) προς όφελος κυρίως του ΠΑΣΟΚ, αποδεικνύει τη βαθειά κρίση που περνάει το παραδοσιακό κόμμα της αστικής τάξης που συνεχίζει να χάνει την επιρροή του στα χτυπημένα από την κρίση παραδοσιακά κοινωνικά του ερείσματα.
Από την άλλη, με δεδομένη την τεράστια αποχή αλλά και την αδυναμία των αριστερών συνδυασμών, η νίκη των υποψηφίων του ΠΑΣΟΚ, κάθε άλλο παρά είναι ξεκάθαρη και σε καμία περίπτωση δεν συνιστά δικαίωση της κυβερνητικής πολιτικής.
Η παραδοσιακή Αριστερά (ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ) κέρδισε συνολικά 8 δήμους. Με το ΚΚΕ καταγράφηκε ένας νικητής στην Πετρούπολη και 7 νικητές υποψήφιοι που στηρίχτηκαν από τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ (ο Χρ. Κορτζίδης στο Ελληνικό- Αργυρούπολη, ο Η. Γκότσης στη Νέα Ιωνία, ο Γ. Αμπατζόγλου στην Ελευσίνα, ο Π. Ξυριδάκης στη Φιλοθέη- Ψυχικό, ο Λουκάς Τζανής στο Κερατσίνι- Δραπετσώνα, ο Γ. Δημαράς στην Πάτρα, και ο Χρ. Σταυρινάδης στην Ικαρία.) Επίσης για μόλις 12 ψήφους έχασε ο Σπύρος Τζόκας στην Καισαριανή!
Στην ίδια τάση ενίσχυσης της Αριστεράς πρέπει να προσθέσουμε και τη νίκη της Μαρίας Ανδρούτσου στον Άγιο Δημήτριο που υποστηρίχθηκε από την ΔΑ και τους Οικολόγους Πράσινους.
Οι σημαντικές αυτές νίκες της Αριστεράς δείχνουν τις τεράστιες ευκαιρίες που θα μπορούσε να κερδίσει μέσα από μια ενωτική μαχητική κάθοδο σε όλη την Ελλάδα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι από μόνες τους δεν αποτελούν σημαντικές παρακαταθήκες για το μέλλον.
Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε ότι ήταν λάθος η στάση της παραδοσιακής Αριστεράς στο δεύτερο γύρο, μια στάση ουσιαστικά ουδετερότητας όπου δεν κατέβαινε δικός της υποψήφιος (το ΚΚΕ, δυστυχώς ακόμα και όταν επρόκειτο για υποψήφιους του ΣΥΡΙΖΑ). Οι εκλογές είναι σε τελική ανάλυση μία ταξική μάχη και με αυτό το κριτήριο, μια σωστή θέση, θα ήταν η κριτική ψήφος στους συνδυασμούς, των οποίων η βάση αποτελείται στην πλειονότητά της από την εργατική τάξη, έστω τα στρώματα της, που διατηρούν ισχυρές αυταπάτες. Θα έπρεπε να δώσει κριτική ψήφο καλώντας τη βάση αυτών των συνδυασμών σε κοινούς αγώνες ενάντια στα αντεργατικά μέτρα που τελικά θα αναγκαστούν να εφαρμόσουν οι ηγεσίες τους. Μέσα από μια τέτοια τακτική θα επιτύγχανε να προβάλλει καλύτερα το πρόγραμμα της και να ρίξει γέφυρες σύνδεσης με την βάση αυτών των συνδυασμών, εξυπηρετώντας το σκοπό του μελλοντικού της κερδίσματος.