Οι επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης χρεοκοπίας για του εργαζόμενους και το παράδειγμα της Αργεντινής
Ανεξάρτητα από τη μορφή που θα πάρει η ενδεχόμενη χρεοκοπία – λιγότερο ή περισσότερο ελεγχόμενη για τους πιστωτές, με έξοδο από το ευρώ ή όχι – το βέβαιο είναι ότι οι αστοί και οι πιστές σε αυτούς κυβερνήσεις, θα επιχειρήσουν να την φορτώσουν στις πλάτες των εργαζόμενων μαζών. Η σημερινή άγρια λιτότητα του Μνημονίου θα φαντάζει σαν όαση κοινωνικού κράτους. Θα υπάρξουν μαζικές απολύσεις στο δημόσιο, μια μερική ή ολική στάση πληρωμής μισθών και συντάξεων, η δέσμευση των καταθέσεων και μια εφιαλτική αύξηση των περικοπών των κρατικών δαπανών μέχρι του επιπέδου των διακοπών ηλεκτροδότησης κλπ. Με άλλα λόγια, το αποτέλεσμα θα είναι η μαζική φτώχεια και ανεργία.
Το παράδειγμα της Αργεντινής μας δίνει μια εικόνα. Όσοι ισχυρίζονται ότι μια χώρα που ανήκει στην Ευρωζώνη, δεν μπορεί να χρεοκοπήσει, ξεχνούν τι συνέβη με την Αργεντινή, που ήταν μια σημαντική βιομηχανική δύναμη κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Το 2002 η Αργεντινή μετά από μια τετραετή οικονομική κρίση, κήρυξε πτώχευση. Όπως και η Ελλάδα της ΟΝΕ, έτσι και η Αργεντινή είχε συνδεθεί το 1991 με το δολάριο σε σταθερή ισοτιμία, δηλαδή με ένα νόμισμα κατά πολύ ισχυρότερο. Τα προϊόντα της έτσι, έγιναν πιο ακριβά στο εξωτερικό, αύξησε υπέρογκα τις εισαγωγές και εκτόξευσε το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Όπως συνέβη και στην Ελλάδα, πολλές βιομηχανίες μεταφέρθηκαν σε γειτονικές χώρες με λιγότερο ισχυρά νομίσματα, πιο φτηνά μεροκάματα και πρώτες ύλες, με αποτέλεσμα την αποβιομηχάνιση της χώρας. Στην προσπάθειά τους να καλύψουν το αυξανόμενο χρέος οι αργεντίνικες κυβερνήσεις, αναγκάζονταν να δανείζονται με ολοένα και υψηλότερα επιτόκια. Το ΔΝΤ χορήγησε 2 δάνεια με σκληρούς όρους, που μεγάλωσαν την ύφεση. Το αποτέλεσμα ήταν οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων να μειωθούν και οι καταθέσεις να παγώσουν, φθάνοντας στην κήρυξη πτώχευσης.
Η πτώχευση άνοιξε για την Αργεντινή μια μεγάλη περίοδο πολιτικής αστάθειας και εξέγερσης των μαζών. Διάφοροι αναλυτές της κατάστασης στην Αργεντινή αρέσκονται να αναζητούν το κλειδί για την έξοδο της χώρας από την κρίση στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Κίρχνερ, που κάτω από την πίεση των μαζών και την αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους επέβαλε μια μερική παύση πληρωμής στους δανειστές. Όμως οι καθοριστικοί παράγοντες που έβγαλαν τον Αργεντίνικο καπιταλισμό από το αδιέξοδο, ήταν σε τελική ανάλυση η απουσία μιας ισχυρής σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης για τις μάζες από την Αριστερά και η είσοδος της παγκόσμιας οικονομίας σε μια δυναμικότερη φάση ανάκαμψης από το 2002 και μετά.
Η περίοδος στην οποία ο ελληνικός καπιταλισμός μπαίνει στο φάσμα της πτώχευσης είναι διαφορετική από τις αρχές της δεκαετίας. Σήμερα η καταχρεωμένη Ελλάδα δεν είναι μια εξαίρεση όπως ήταν τότε η Αργεντινή, αλλά μόνο το πιο εκτεθειμένο σε υψηλό δημόσιο χρέος κράτος ανάμεσα σε δεκάδες άλλα, συμπεριλαμβανομένων παραδοσιακών καπιταλιστικών δυνάμεων σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Βρετανία, Ισπανία κ.α). Σήμερα η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στο μέσο της μεγαλύτερης μεταπολεμικής κρίσης και από την άποψη του κύκλου, στο κατώφλι μιας νέα, απανωτής ύφεσης. Τα περιθώρια ελιγμών είναι πολύ πιο περιορισμένα συγκριτικά με την Αργεντινή του 2002 για τον ελληνικό καπιταλισμό και το ενδεχόμενο η χρεοκοπία του να γίνει η έναρξη για ένα διεθνές «ντόμινο» είναι αυξημένο.
Σε αυτές τις συνθήκες, οι εργαζόμενοι δεν έχουν να ελπίζουν σε κάποιου είδους ενδιάμεσες λύσεις σταθεροποίησης της κατάστασης και μετριασμού των επιπτώσεων της κρίσης. Ο δρόμος της μαζικής ταξικής πάλης για την εξουσία, την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής σχεδιασμένης οικονομίας είναι ο μόνος εφικτός, για να μην διολισθήσει η εργατική τάξη σε συνθήκες αληθινής βαρβαρότητας.
Κοινοβουλευτικός βοναπαρτισμός, «εμφυλιοπολεμική» γλώσσα και σενάρια «εθνικής ενότητας»
Η επιβολή του δικαιώματος εφαρμογής της άγριας λιτότητας του Μνημονίου με προεδρικά διατάγματα, παρά την επί μέρους αναδίπλωση της κυβέρνησης στο ζήτημα του νόμου για τα «εργασιακά», εκφράζει μια ξεκάθαρη τάση διολίσθησης των αστών σε μεθόδους κοινοβουλευτικού βοναπαρτισμού.
Μέρα με τη μέρα, η αστική τάξη αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι θα αναγκαστεί να κυβερνήσει με όλο και πιο ολοκληρωτικές μεθόδους. Στις παρούσες συνθήκες μαζικής ανάπτυξης της δυσαρέσκειας για τον καπιταλισμό και αυξανόμενων ταξικών αγώνων, οι αστοί καταλαβαίνουν ότι οι κανόνες της αστικής δημοκρατίας είναι μια περιττή πολυτέλεια. Σε μια περίοδο κρίσης και παρακμής, όπου ο καπιταλισμός αδυνατεί να κρατήσει τη διαβίωση των μαζών σε υποφερτά επίπεδα, ακόμα και οι ψευδεπίγραφες μέθοδοι της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» θα τείνουν να γίνονται μη ανεκτές από τους αστούς.
Η κυρίαρχη εδώ και μήνες φιλολογία για την ανάγκη συμμετοχής στην κυβέρνηση «άφθαρτων τεχνοκρατών», η σφοδρά εχθρική αντιμετώπιση από τα ΜΜΕ ορισμένων μελών της κυβέρνησης «που κωλυσιεργούν» και των μελών της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ που είτε αρνήθηκαν, είτε φέρονται διατεθειμένοι να αρνηθούν να ψηφίσουν τα μέτρα, μαρτυρούν ότι ακόμα και οι υπουργοί και οι κυβερνητικοί βουλευτές που φοβούνται την ψήφιση των μέτρων λιτότητας μόνο και μόνο από ενδιαφέρον για τις καριέρες τους, αποτελούν πλέον «εστία κινδύνου» για το σύστημα. Μέσα σε αυτό το κλίμα, γίνεται έντονη η τάση έλλειψης εμπιστοσύνης στο παραδοσιακό αστικό πολιτικό προσωπικό, με ενδεικτική την επιτιμητική γλώσσα που χρησιμοποίησε η «Καθημερινή» στις 16/5 για την άρνηση του Α. Σαμαρά να ψηφίσει το Μνημόνιο στη Βουλή : «Ο δρόμος για το κατ’ εξοχήν αστικό κόμμα θα έπρεπε να είναι μπροστά. Όμως, η Ν.Δ. προτίμησε να κοιτάξει πίσω και, σαν τη γυναίκα του Λωτ, γύρισε να δει για τελευταία φορά την πόλη που θα χαθεί για πάντα».
Ο δημοσιογράφος Τ. Τέλογλου εξέπληξε πολλούς όταν έγραψε πρόσφατα για την ανάγκη κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» που θα αναστείλει άρθρα του Συντάγματος και θα περιορίσει το δικαίωμα στις απεργίες και τις διαδηλώσεις. Όμως ακόμα και όσοι εξεπλάγησαν με την «αντιδημοκρατική» γλώσσα ενός από τους γνωστότερους έλληνες αστούς δημοσιογράφους, άρχισαν να συνειδητοποιούν την ύπαρξη μιας γενικότερης τάσης προς την αντίδραση, όταν άκουσαν έναν από τους ηγέτες της ΕΕ, τον Μ. Μπαρόζο να αναφέρει στις αρχές Ιουνίου σε εκπροσώπους των ευρωπαϊκών συνδικάτων ότι «η δημοκρατία στον Ευρωπαϊκό Νότο κινδυνεύει, αν δεν εφαρμοστούν τα μέτρα λιτότητας».
Το σενάριο μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» που θα κυβερνά με όλο και πιο ολοκληρωτικές μεθόδους είναι πολύ πιθανό. Σαν αποτέλεσμα της σημερινής φρενήρους πορείας προς την χρεοκοπία και του όλο και μεγαλύτερου κύματος απεργιών, η βιωσιμότητα της παρούσας κυβέρνησης και η δυνατότητα της να περνάει χωρίς απώλειες τα μέτρα από τη Βουλή, θα τεθεί σε αμφισβήτηση. Η απήχηση του ΠΑΣΟΚ στα γκάλοπ κατρακυλάει κάτω από το 30%, ενώ η ΝΔ αδυνατεί να ανακάμψει. Σε αυτές τις συνθήκες, η δημιουργία νέων κομμάτων με σκοπό τον μελλοντικό σχηματισμό μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» για να περάσουν τα μέτρα, φαίνεται ότι ευνοείται από την αστική τάξη. Σε αυτό το σχεδιασμό εντάσσονται, τόσο η δημιουργία του νέου «αριστερού» κόμματος από την Ανανεωτική Πτέρυγα του ΣΥΝ, όσο και οι διεργασίες ίδρυσης κόμματος από την Ντ. Μπακογιάννη. Η κύρια αστική κατεύθυνση δηλαδή, είναι αυτή της δημιουργίας μιας ποικιλίας πολιτικών στηριγμάτων από τα δεξιά και τα «αριστερά», που θα προστεθούν στο αρραγές μπλοκ ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ, υπό την διακριτική υποστήριξη της ΝΔ, σε μια απόπειρα απόλυτης πολιτικής περιθωριοποίησης του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο πλαίσιο αυτής της προοπτικής, οι αστοί αναπόφευκτα θα εντείνουν την πολιτική καταπίεση με στόχο την Αριστερά. Το έδαφος προετοιμάζεται εδώ και καιρό με την «εμφυλιοπολεμική» γλώσσα που χρησιμοποιούν οι αστοί κύρια έναντι του ΚΚΕ, που κατηγορείται καθημερινά από την κυβέρνηση και τη Δεξιά για «ασέβεια στο Σύνταγμα». Ήταν ενδεικτική στις 16/5 η έκκληση του Α Παπαπαχελά από την «Καθημερινή» προς «τον πολιτικό κόσμο» να αντιδράσει «Δυναμικά και κάθετα» ενάντια στις «αριστερές οργανώσεις»…
Η εργατική τάξη οργισμένη – το κίνημα μπλοκαρισμένο από τη γραφειοκρατία: πώς να οργανώσουμε τον αγώνα
Η οργή που επικρατεί στους κόλπους της εργατικής τάξης για την άγρια λιτότητα είναι πρωτοφανής. Η μαζική συμμετοχή στις γενικές απεργίες και οι επιμέρους μάχες σε διάφορους χώρους, εκφράζουν την εκρηκτική διάθεση της τάξης. Όμως η ηγεσία των συνδικάτων είναι εντελώς ανίκανη και απρόθυμη να πάρει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για έναν νικηφόρο αγώνα διαρκείας, που θα αλλάξει άρδην τους ταξικούς συσχετισμούς.
Η συνδικαλιστική ηγεσία είχε μια πλήρη εικόνα της επερχόμενης επίθεσης από το περασμένο Φθινόπωρο, όμως άφησε τον καιρό να περνά χωρίς ένα μακρόπνοο πρόγραμμα πάλης και δίχως ενιαίο συντονισμό του αγώνα. Ακολουθώντας μια κλασσική συνταγή εκτόνωσης και εξώθησης των αγώνων σε αδιέξοδο, περίμενε πρώτα τα χτυπήματα της κυβέρνησης και μετά αντιδρούσε αποσπασματικά, με σποραδικές 24ωρες γενικές απεργίες, κύρια τις ημέρες της ψήφισης των μέτρων, σε μια λογική αντίστασης για την «τιμή των όπλων». Παρ’ ότι οι εργαζόμενοι συμμετείχαν στα πιο σημαντικά από αυτά τα καλέσματα αγώνα, όπως οι γενικές απεργίες, ούτε μια στιγμή δεν απέκτησαν την πίστη ότι αυτού του είδους οι αγώνες μπορούν να οδηγήσουν σε νίκες. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα το εργατικό κίνημα να έχει συσσωρεύσει όλο το κόστος των εισοδηματικών απωλειών από τις κινητοποιήσεις, αλλά και τις ψυχολογικές επιπτώσεις που είχε η αδυναμία τους να εμποδίσουν την κυβέρνηση.
Δυστυχώς την κατάσταση αποδιοργάνωσης του κινήματος δεν κατάφεραν να αντιπαλέψουν οι δυνάμεις της Αριστεράς στα συνδικάτα. Η ηγεσία του ΠΑΜΕ κλιμάκωσε την τακτική των χωριστών «γενικών» απεργιών, με κινητοποιήσεις που συσπείρωσαν τελικά ένα πολύ μικρό τμήμα της τάξης, απογοητεύοντας με την αναιμική τους απήχηση και την τυχοδιωκτική λογική που οργανώθηκαν τους εργαζόμενους, αντί να τους δώσουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Σε μια εποχή τεράστιας επίθεσης οι εργαζόμενοι έχουν ανάγκη μαζικούς και ενωτικούς αγώνες. Οι μικρές, αποσπασματικές και χωριστές κινητοποιήσεις αντί να βοηθούν το κίνημα το κουράζουν, το αποδιοργανώνουν και το αποπροσανατολίζουν. Από αυτή τη σκοπιά και ανεξάρτητα από προθέσεις είναι τρομερά επιζήμιες.
Τα ίδια τα απανωτά χτυπήματα της κυβέρνησης και της αστικής τάξης, δεν δίνουν περιθώρια για εφησυχασμό στο εργατικό κίνημα. Η μεγάλη γενική απεργία της 29η Ιουνίου πρέπει να αποτελέσει το έναυσμα για έναν σοβαρό αγώνα διαρκείας ενάντια στο Μνημόνιο και τα μέτρα που προωθούνται γύρω από αυτό. Για το σκοπό αυτό πρέπει:
– Να κλιμακωθεί ο αγώνας με μια νέα, καλά οργανωμένη 48ωρη απεργία από ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, που αν δεν κάμψει την κυβέρνηση, να ακολουθηθεί από μια γενική απεργία διαρκείας, με αίτημα την κατάργηση του Μνημονίου και όλων των μέτρων που το συνοδεύουν.
– Να δημιουργηθεί τώρα ένα κεντρικό απεργιακό ταμείο για τη στήριξη του αγώνα διαρκείας, στο οποίο θα συμβάλουν αναλογικά οι εργαζόμενοι από όλους τους κλάδους.
– Να οργανωθούν επιτροπές αγώνα σε κάθε εργατικό χώρο και κάθε γειτονιά σαν μέσο αυτό-οργάνωσης και συσπείρωσης της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Οι επιτροπές αυτές πρέπει να αναλάβουν να οργανώσουν εκτός των άλλων, ειδικά τα στρώματα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων που δεν έχουν συνδικαλιστική οργάνωση και μπαίνουν τώρα στον αγώνα, να διενεργήσουν καμπάνια εξήγησης των μέτρων και των αιτημάτων στους χώρους τους, να συντονίσουν μεταξύ τους τις κατά χώρους κινητοποιήσεις, να οργανώσουν την περιφρούρηση του αγώνα, να κάνουν προσπάθεια ενός ανεξάρτητου από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία συντονισμού του αγώνα σε επίπεδο πόλης, νομού ή ακόμα και σε εθνικό επίπεδο.
Οι αναγκαίες διεκδικήσεις της Αριστεράς
Αυτό που σήμερα πάνω από όλα έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι είναι να πεισθούν ότι υπάρχει εναλλακτική λύση που μπορεί να υπηρετήσει τις δικές τους ανάγκες. Αυτό επιβάλει την υποστήριξη ενός πολιτικού προγράμματος πάλης από την Αριστερά, που θα δίνει λύσεις σε όλα τα ζωτικά προβλήματα των μαζών.
Στην κορυφή των διεκδικήσεων πρέπει να βρίσκεται η Παύση πληρωμής του δημόσιου χρέους, δηλαδή η μονομερής άρνηση και διαγραφή του χρέους που έχει η Ελλάδα στους δανειστές της. Τα στοιχεία δείχνουν ότι για να εξυπηρετηθεί κανονικά το δημόσιο χρέος την επόμενη τετραετία απαιτείται να πληρωθούν όλα τα ετήσια κρατικά έσοδα στους δανειστές! Αυτό συνιστά μια ακατάσχετη οικονομική αιμορραγία που πρέπει να σταματήσει εδώ και τώρα! Δεν είναι δυνατόν να αφεθούν να πεινάσουν εκατομμύρια εργαζόμενοι, άνεργοι και συνταξιούχοι για να εξοφληθούν οι μεγάλες τράπεζες και τα καπιταλιστικά παράσιτα που κατέχουν το χρέος της Ελλάδας σε ομόλογα.
Η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους που υποστηρίζει ένα τμήμα της Αριστεράς είναι ένα αναποτελεσματικό αίτημα, καθώς πρακτικά σημαίνει την αντικατάσταση των υπαρχόντων ομολόγων με ομόλογα μακρύτερης διάρκειας, έτσι ώστε το άχθος του χρέους να παραμείνει στο διηνεκές στις πλάτες της κοινωνίας.
Η διεκδίκηση της παύσης πληρωμών συμπεριλαμβάνεται παραδοσιακά στις διεκδικήσεις του κομμουνιστικού κινήματος, με χαρακτηριστικότερο σταθμό το διάταγμα της πρώτης σοβιετικής κυβέρνησης με ημερομηνία 10/2/1918 που διακήρυξε τη διαγραφή όλων των Τσαρικών χρεών. Σε παύση πληρωμής χρέους έχουν προχωρήσει δεκάδες χώρες τα τελευταία 40 χρόνια με πιο πρόσφατη περίπτωση το Εκουαδόρ το 2008. Μάλιστα στο διεθνές δίκαιο υπάρχει ειδική ρήτρα που αποκαλείται «απεχθές χρέος», με βάση την οποία πολλές χώρες αρνήθηκαν να πληρώσουν τα δάνεια «που είχαν υπογράψει διαφθαρμένες κυβερνήσεις και δεν χρησιμοποιήθηκαν για το συμφέρον του λαού και της χώρας».
Τα τεράστια έσοδα που θα εξοικονομηθούν από την άρνηση πληρωμής του χρέους θα πρέπει να διοχετευθούν σε μια προσπάθεια ανακούφισης των μαζών από την φτώχεια και την ανεργία, μέσα από δημόσιες επενδύσεις, αυξήσεις των μισθών, των συντάξεων και των επιδομάτων, αναβάθμιση της δημόσιας Παιδείας, Υγείας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Για τον ίδιο σκοπό, τεράστια έσοδα μπορούν να εξοικονομηθούν μέσα από την επιβολή βαριάς φορολογίας στα κέρδη και στον πλούτο, την κοινωνικοποίηση της Εκκλησιαστικής περιουσίας, τη δραστική περικοπή των αμυντικών δαπανών και το πάγωμα των εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Για να θωρακιστεί η χώρα από τον πόλεμο που θα κηρύξει το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο στην απόπειρα άρνησης πληρωμής του χρέους θα πρέπει να κατακτηθεί η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, μέσα από τη δημιουργία μιας ενιαίας εθνικής τράπεζας – εγγυητή των λαϊκών καταθέσεων και μοχλού για μια σχεδιασμένη ανάπτυξη προς όφελος της κοινωνίας, που θα μπορέσει να ελέγξει την εκροή κεφαλαίων από τη χώρα, που σήμερα αυξάνει διαρκώς σαν αποτέλεσμα του φάσματος της χρεοκοπίας. Η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος θα βάλει τέρμα στην τρομακτική ληστεία των τραπεζών. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2004 μέχρι σήμερα το Ενεργητικό των τραπεζών αυξήθηκε από 275 δισ. ευρώ σε 579 δισεκατομμυρίων ευρώ! Αυξήθηκε, δηλαδή, κατά 110% έναντι του 2004, φθάνοντας σε ένα επίπεδο υπερδιπλάσιο του ΑΕΠ της χώρας!
Ενάντια στα σκάνδαλα, τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή χρειάζεται άμεσα η θεσμοθέτηση του εργατικού ελέγχου σε όλες τις επιχειρήσεις, ώστε να ανοίξουν τα βιβλία και να αποκαλυφθούν στην κοινωνία οι σπατάλες και οι κατ’ εξακολούθηση απάτες των καπιταλιστών. Κάθε μεγάλη εταιρεία που φοροδιαφεύγει ή εισφοροδιαφεύγει πρέπει να απαλλοτριώνεται, κάτω από εργατικό έλεγχο και διαχείριση. Είναι χαρακτηριστικό το ότι συμφώνα με εκτιμήσεις των επιτελών του τμήματος Οικονομικών Ερευνών του ΣΔΟΕ («Νέα», 11/5/2009), οι «οφ σορ» εταιρείες των ελλήνων καπιταλιστών υπερβαίνουν τις 10.000 (!) και διακινούν ετησίως περί τα 500 δισ. ευρώ!
Για να αντιμετωπιστεί άμεσα το πρόβλημα της μαζικής ανεργίας είναι ανάγκη οι υπάρχουσες θέσεις εργασίας να μοιραστούν σε όλα τα διαθέσιμα εργατικά χέρια, μέσω μιας κινητής κλίμακας ωρών εργασίας που θα επιφέρει μια γενική μείωση της εργάσιμης ημέρας χωρίς μείωση μισθών. Παράλληλα, χρειάζεται η εφαρμογή ενός προγράμματος δημοσίων έργων και αναβάθμισης των κοινωνικών υπηρεσιών (λαϊκή στέγη, Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια κλπ) που θα απορροφήσει παραγωγικά ένα μεγάλο τμήμα του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού. Μπροστά στο αυξανόμενο κύμα απολύσεων πρέπει να διεκδικήσουμε την άμεση απαλλοτρίωση κάθε μεγάλης εταιρείας που κλείνει ή απολύει, κάτω από εργατικό έλεγχο και διαχείριση.
Για να χτυπηθεί η φτώχεια και η ακρίβεια πρέπει να διεκδικηθεί μια κινητή κλίμακα μισθών και συντάξεων που θα ακολουθεί την άνοδο των τιμών στα βασικά είδη κατανάλωσης. Η ακρίβεια πρέπει να αντιμετωπιστεί στην πηγή της, μέσα από τη δημιουργία επιτροπών ελέγχου των τιμών από τις μαζικές εργατικές, λαϊκές οργανώσεις (εργατών, αγροτών, μικροεπαγγελματιών κ.λ.π).
Ενάντια στις απάνθρωπες εργασιακές σχέσεις πρέπει να διεκδικήσουμε την κατάργηση όλων των ελαστικών και ευέλικτων μορφών εργασίας (ενοικίαση, «μπλοκάκι», μερική απασχόληση, συμβάσεις ορισμένου χρόνου κλπ).
Ενάντια στην καπιταλιστική αναρχία της παραγωγής που γεννά τις κρίσεις, πρέπει να διεκδικήσουμε μια κεντρικά, δημοκρατικά σχεδιασμένη, κοινωνικοποιημένη οικονομία, μέσα από την εθνικοποίηση κάτω από εργατικό έλεγχο και διαχείριση των μεταφορών, των συγκοινωνιών και επικοινωνιών, του ορυκτού πλούτου, των υποδομών. Ταυτόχρονα, πρέπει να εθνικοποιηθούν κάτω από εργατικό έλεγχο και διαχείριση οι βασικές μονοπωλιακές εταιρίες σε κάθε κλάδο της βιομηχανίας και να εγκαθιδρυθεί το κρατικό μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο. Μόνο μέσα από αυτό το δρόμο θα μπορέσουν να κοινωνικοποιηθούν τα τρομακτικά κέρδη που σήμερα νέμονται και απολαμβάνουν μερικές δεκάδες καπιταλιστών. Είναι ενδεικτικό το ότι σύμφωνα με στοιχεία της ICAP το Ενεργητικό των μεγαλύτερων επιχειρήσεων στη χώρα έχει φτάσει στα 700 δισ. ευρώ, ποσό υπερδιπλάσιο δηλαδή από το ελληνικό δημόσιο χρέος.
Ταυτόχρονα, πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι καμία σοβαρή κοινωνική αλλαγή δε μπορεί να υπηρετηθεί από το υπάρχον, αστικό κράτος. Χρειάζεται η αντικατάσταση ολόκληρης της αστικής κρατικής μηχανής από μια νέα δομή, που θα επιφέρει την κατάργηση κάθε προνομίου των κρατικών αξιωματούχων, την αμοιβή όλων των στελεχών του κράτους με το μισθό ενός ειδικευμένου εργάτη, την εκλογή και την δυνατότητα ανάκλησης όλων των κρατικών αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένου του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας, την πλήρη υπαγωγή των σωμάτων τήρησης της τάξης στον έλεγχο των μαζικών λαϊκών οργανώσεων.
Για να εφαρμοστεί το πρόγραμμα αυτό στο σύνολό του, απαιτείται η εκλογή μιας αριστερής σοσιαλιστικής κυβέρνησης, που θα στηρίζεται στην αυτο-οργάνωση των εργαζόμενων σε κάθε χώρο δουλειάς και σε κάθε γειτονιά, καθώς και σε επιτροπές φαντάρων στις μονάδες για την κατάπνιξη στη γέννησή τους αντιδραστικών κινήσεων στα υψηλά κλιμάκια του στρατού.
Οι απολογητές του καπιταλισμού αντιτάσσουν στην υπεράσπιση αυτού του προγράμματος την άποψη ότι η χώρα «θα δεχθεί επίθεση μέσα με φυγή κεφαλαίων και την πλήρη άρνηση δανειοδότησης από το εξωτερικό». Στην πραγματικότητα αυτά τα «επιχειρήματα» είναι αστήρικτα και απατηλά. Μέσα από το άμεσο πέρασμα του ελέγχου των βασικών μοχλών της οικονομίας στα χέρια της οργανωμένης εργατικής τάξης, αυτό που θα μπορέσει να βγάλει έξω η αστική τάξη θα είναι τίτλοι ιδιοκτησίας που δεν θα έχουν πλέον κανένα αντίκρισμα.
Το πιο σοβαρό εμπόδιο σε οικονομικό επίπεδο θα είναι η προσπάθεια επιβολής ενός πολύπλευρου οικονομικού αποκλεισμού της χώρας, εμπορικού και πιστωτικού, τον οποίο μια αριστερή σοσιαλιστική κυβέρνηση θα έχει έναν τρόπο για να ξεπεράσει: την αλληλεγγύη του διεθνούς εργατικού κινήματος και την ενιαία διεθνιστική πάλη για την επέκταση της εφαρμογής του σοσιαλιστικού προγράμματος σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον κόσμο.
Για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης!
Για την οικοδόμηση μιας αληθινά σοσιαλιστικής κοινωνίας, με αλματώδη κοινωνική ανάπτυξη και αφθονία, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να ενοποιηθούν οι παραγωγικές δυνάμεις τουλάχιστον των πιο προηγμένων οικονομικά χωρών. Έτσι η υιοθέτηση του παραπάνω προγράμματος πρέπει απαραίτητα να συνοδευτεί από μια οργανωμένη, διεθνή καμπάνια της Αριστεράς για την εφαρμογή του σε όλη την Ευρώπη και την αντικατάσταση της καπιταλιστικής Ευρωπαϊκής Ένωσης με μια Ενωμένη Σοσιαλιστική Ευρώπη, στηριγμένη στο δημοκρατικό σχεδιασμό της οικονομίας, σαν ένα βήμα για την νίκη του σοσιαλισμού σε ολόκληρο τον κόσμο.
Πριν από 81 χρόνια ο επαναστάτης Λέον Τρότσκι, ηγέτης τότε της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης, έγραφε σε ένα άρθρο του στο «Δελτίο της Ρωσικής Αντιπολίτευσης» : «…Η ουσία της εποχής μας βρίσκεται στο εξής: οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν οριστικά αναπτυχθεί πέρα από τα όρια του εθνικού κράτους και έχουν αποκτήσει, κυρίως στην Αμερική και την Ευρώπη, εν μέρει ηπειρωτικές και εν μέρει παγκόσμιες διαστάσεις. …Από την άλλη μεριά, ο σοσιαλισμός μπορεί να βασιστεί και θα βασιστεί σε πολύ πιο αναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις, αλλιώς θα αντιπροσωπεύει όχι πρόοδο αλλά οπισθοχώρηση σε σχέση με τον καπιταλισμό. Η φόρμουλα Σοβιετικές Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης είναι ακριβώς η πολιτική έκφραση της ιδέας ότι ο σοσιαλισμός είναι αδύνατος σε μια χώρα. Ο σοσιαλισμός δεν μπορεί φυσικά να αναπτυχθεί πλήρως ακόμη και στα όρια μιας μόνο ηπείρου. Οι Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης αντιπροσωπεύουν το ιστορικό σύνθημα που είναι ένα στάδιο στο δρόμο προς την παγκόσμια σοσιαλιστική συνομοσπονδία… Η πρωτοπορία του ευρωπαϊκού προλεταριάτου λέει στα σημερινά της αφεντικά: για να ενώσουμε την Ευρώπη, είναι πρώτα απ΄ όλα αναγκαίο να αποσπάσουμε την εξουσία από τα χέρια σας. Θα το κάνουμε. Θα ενώσουμε την Ευρώπη. Θα την ενώσουμε ενάντια στον εχθρικό καπιταλιστικό κόσμο. Θα τη μετατρέψουμε σε ισχυρό στρατόπεδο του μαχητικού σοσιαλισμού. Θα την κάνουμε τον ακρογωνιαίο λίθο της Παγκόσμιας Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας.»
Τα λόγια αυτά του μεγάλου επαναστάτη είναι πιο επίκαιρα από ποτέ στην σημερινή εποχή της έκδηλης αποτυχίας του καπιταλισμού να προχωρήσει την προοδευτική υπόθεση της ενοποίησης της Ευρώπης και της πλήρους αποκάλυψης του αντιδραστικού χαρακτήρα που έχει η απόπειρα ενοποίησης της ηπείρου σε καπιταλιστική βάση, με τη μορφή ενός εφιάλτη άγριας, πανευρωπαϊκής λιτότητας. Σήμερα ολόκληρη η ευρωπαϊκή εργατική τάξη στενάζει κάτω από την απόπειρα μεταφοράς στις πλάτες της ενός τρομακτικού ποσού, συνολικά 2 τρις ευρώ για τα επόμενα 3 χρόνια, για να καλυφτούν τα κρατικά χρέη που δημιουργεί ο καπιταλισμός. Σε αυτές τις συνθήκες το πιο επίκαιρο σύνθημα είναι εκείνο της πάλης για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης.
Δυστυχώς αυτό το σύνθημα της Κομμουνιστικής Διεθνούς της εποχής του Λένιν (υιοθετήθηκε επίσημα το 1923), παρότι απόλυτα επίκαιρο σήμερα, έχει εγκαταλειφτεί από τις ηγεσίες της Αριστεράς. Η ηγεσία του ΚΚΕ αρνείται να το υιοθετήσει υπερασπίζοντας τη σταλινική χίμαιρα του σοσιαλισμού σε μια χώρα, που καταδίκασε σαν αντιδραστική και απατηλή η ίδια η Ιστορία. Από την άλλη πλευρά, η σημερινή ηγεσία του ΣΥΝ μιλάει για τη μεταρρύθμιση της σημερινής αντιδραστικής καπιταλιστικής ΕΕ σε μια «άλλη αντι – νεοφιλελεύθερη Ευρώπη», που θα κινηθεί σε ένα απροσδιόριστο μέλλον στην «κατεύθυνση του σοσιαλισμού», αρνούμενη έτσι να υιοθετήσει σαν επίκαιρο στόχο την ανατροπή της σημερινής καπιταλιστικής ΕΕ και την πάλη για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της Ευρωπαϊκής ηπείρου.
Από την άλλη πλευρά, τους τελευταίους μήνες έχει αναπτυχθεί ένα ρεύμα μέσα στην ευρύτερη Αριστερά, με κύριους θεωρητικούς εκφραστές του, τους συχνά εμφανιζόμενους με σχετικά άρθρα στον αριστερό τύπο συντρόφους Καζάκη και Παπακωνσταντίνου, που ενώ απόλυτα σωστά προβάλει την ανάγκη σύγκρουσης με την καπιταλιστική ΕΕ, παύσης πληρωμής του χρέους, εθνικοποίησης του τραπεζικού συστήματος και άλλες σωστές διεκδικήσεις επιβολής του κοινωνικού ελέγχου στην οικονομία, θέτει επίσης σαν αίτημα «αιχμής» την «έξοδο από το ευρώ και την επιστροφή στη δραχμή». Όμως αυτό είναι ένα λαθεμένο αίτημα, γιατί δημιουργεί αυτόματα την εντύπωση της υποστήριξης μιας εθνικής πορείας προς την οικονομική και κοινωνική πρόοδο.
Είναι διαφορετικό πράγμα το να υποστηριχθεί η σωστή άποψη ότι κάτω από τα χτυπήματα της καπιταλιστικής ΕΕ ενάντια σε μια αριστερή κυβέρνηση που θα αποπειραθεί να εφαρμόσει ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα στην Ελλάδα, η κυβέρνηση αυτή θα αναγκαστεί να υιοθετήσει ξανά ένα εθνικό νόμισμα μέχρι η ενοποίηση της Ευρώπης να γίνει πάνω σε σοσιαλιστική βάση και γύρω από ένα νέο νομισματικό σύμβολο και είναι άλλο πράγμα, να εμφανιστεί σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την πορεία της Ελλάδας προς την πρόοδο η επιστροφή σε ένα εθνικό νόμισμα.
Η άποψη αυτή κρύβει μια λαθεμένη κατανόηση για τα αίτια που γέννησαν τη σημερινή κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, που σε τελική ανάλυση δεν είναι αυτή καθ’ αυτή η πρόσδεση στο ευρώ, αλλά η ίδια η βαθειά και γενικευμένη διεθνής κρίση του συστήματος, που θα επηρέαζε αποφασιστικά τον αδύναμο ελληνικό καπιταλισμό, είτε βρισκόταν μέσα στο ευρώ, είτε είχε σαν νόμισμα την δραχμή.
Η εντύπωση της υπεράσπισης μιας εθνικής πορείας προς την πρόοδο και τον σοσιαλισμό, βασικό χαρακτηριστικό της σταλινικής σχολής σκέψης, δυστυχώς επιβεβαιώνεται σε πρόσφατο άρθρο – απάντηση του σ. Δ. Καζάκη σε ένα επικριτικό για εκείνον κείμενο του Ριζοσπάστη : «..Σήμερα, αντιμέτωπη η χώρα με τους μεγαλύτερους κινδύνους που έχει αντιμετωπίσει ποτέ στη νεότερη ιστορία της, μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας και προπαντός των εργαζομένων προσδοκούν σε ένα νέο ανοιχτό γράμμα της ΚΕ του ΚΚΕ. Ένα ανοιχτό γράμμα προς όλους τους εργαζόμενους της χώρας και όλες τις αριστερές, προοδευτικές και δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου, που θα τις καλεί σε μια πανστρατιά εναντίον του νέου καθεστώτος κατοχής από το ΔΝΤ, την ΕΕ και τους ντόπιους δωσίλογους με στόχο μια αναγεννημένη Ελλάδα απαλλαγμένη από τα δεσμά της χρηματιστικής ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού.»
Η προσέγγιση αυτή είναι λαθεμένη και στην ουσία της δεν είναι μαρξιστική. Η απόπειρα για μια «εθνική» πορεία αναγέννησης και προόδου θα οδηγήσει μοιραία στην εμφάνιση όλων των παλιών φαντασμάτων του καπιταλισμού, συμπεριλαμβανομένου και του δημόσιου χρέους. Για να «αναγεννηθεί» κοινωνικά η Ελλάδα, χρειάζεται η πάλη για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης. Αυτό είναι το σύνθημα που πρέπει να ρίξει η Αριστερά σαν αιχμή σήμερα, πλάι στην παύση πληρωμής του χρέους, τονίζοντας την ανάγκη για κοινή ταξική και πολιτική δράση όλων των μαζικών εργατικών κομμάτων και οργανώσεων σε όλη την Ευρώπη γύρω από τον ζωτικό στόχο που αυτό εμπεριέχει.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος