Η Ε.Ε, η Ελλάδα και οι διεκδικήσεις της Αριστεράς – Μέρος Α’
Ένα απέραντο σκοτάδι λιτότητας, φτώχειας και ανεργίας απλώνεται πάνω από ολόκληρο τον πλανήτη, εκφράζοντας το μέγεθος του ιστορικού αδιεξόδου και της παρακμής του καπιταλιστικού συστήματος.
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε, ότι η παρούσα κρίση, η μεγαλύτερη από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, είναι μια κλασσική καπιταλιστική κρίση υπερπαραγωγής. Η αιτία δηλαδή, που βρίσκεται στη «ρίζα» της κρίσης, είναι το γεγονός ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα εμποδίζεται από τα στενά όρια των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας και του θεματοφύλακά τους, του εθνικού κράτους.
Η επιδημία «εκτόξευσης» του δημόσιου χρέους που έχει πλήξει βαρύτατα μεταξύ πολλών άλλων χωρών και τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι το σύμπτωμα και όχι η αιτία της κρίσης. Με αυτή την έννοια, ο όρος «κρίση χρέους» που χρησιμοποιείται σήμερα από τους αστούς αναλυτές στα ΜΜΕ, είναι λαθεμένος και αποπροσανατολιστικός. Η αιτία διόγκωσης του δημόσιου χρέους στη μια χώρα μετά την άλλη, σε τελική ανάλυση είναι η αδυναμία ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων πάνω σε καπιταλιστική βάση. Αυτή η αδυναμία οδηγεί την παγκόσμια οικονομία στα πρόθυρα μιας νέας, «διπλής», απανωτής ύφεσης, που από τη μια πλευρά περιορίζει τα φορολογικά έσοδα των αστικών κρατών και από την άλλη, ωθεί τις αστικές κυβερνήσεις σε απλόχερες επιδοτήσεις για να συγκρατηθούν τα κέρδη των καπιταλιστών. Η αναπόφευκτη συνέπεια είναι η σημερινή εκρηκτική τάση ανόδου του δημόσιου χρέους παγκόσμια.
Η αντιμετώπιση της κρίσης σαν «κρίση χρέους», στρέφει την προσοχή των μαζών από τον ρόλο του καπιταλισμού και της άρχουσας τάξης, προς τον τρόπο διαχείρισης του αστικού κράτους, όπως αντίστοιχα συνέβη και πριν από ένα – ενάμιση χρόνο, με την κυρίαρχη προσέγγιση της κρίσης σαν «κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος», που επιχειρούσε να ενοχοποιήσει τις «κερδοσκοπικές υπερβολές των τραπεζών». Όμως, τόσο η διεφθαρμένη και σπάταλη κρατική διαχείριση, όσο και η αχαλίνωτη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, είναι συμπτώματα της βαθειάς ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, που έχουν την τάση να πολλαπλασιάζονται διαρκώς πάνω στο έδαφος αυτού του συστήματος.
Ένα είναι λοιπόν το βασικό ιστορικό δίδαγμα που προκύπτει από τις εφιαλτικές κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνονται και τις αντικοινωνικές πολιτικές που εφαρμόζονται σήμερα παγκόσμια : το σύστημα που στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία και στην αναρχία της παραγωγής δεν έχει να προσφέρει τίποτα στην ανθρωπότητα. Για να μην καταδικαστούν οι εργαζόμενοι άνθρωποι σε μια μόνιμη κατάσταση εξαθλίωσης, πρέπει με τη συνειδητή τους δράση να ανατρέψουν τον καπιταλισμό και να οικοδομήσουν μια σοσιαλιστική κοινωνία που θα στηρίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία και τον δημοκρατικό σχεδιασμό της οικονομίας. Το δίλλημα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» ποτέ δεν ήταν πιο επίκαιρο στην ανθρώπινη ιστορία.
Η καπιταλιστική ΕΕ σε ιστορικό αδιέξοδο : τα «σχέδια διάσωσης» και η άγρια λιτότητα
Προσπαθώντας την προηγούμενη περίοδο να απαντήσουμε στις τυφλές, αποθεωτικές προσεγγίσεις των σοσιαλδημοκρατών, αριστερών και δεξιών, για την υπόθεση της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε καπιταλιστική βάση, οι μαρξιστές τονίζαμε ότι η μόνη δυνατή ενοποίηση της Ευρώπης προς όφελος των λαών μπορεί να επιτευχθεί από τους ίδιους τους εργαζόμενους και όχι από τους ευρωπαίους καπιταλιστές και μόνο σε καθεστώς σοσιαλισμού. Αρνούμενοι να θαμπωθούμε από τις επιφανειακές φιλοευρωπαϊκές κορώνες των αστών, εξηγούσαμε ότι τα βήματα οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης έγιναν εφικτά εξαιτίας της παρατεταμένης περιόδου της μεταπολεμικής ανάπτυξης του καπιταλισμού και επιμέναμε να σημειώνουμε ότι μόλις η ύφεση εμφανιστεί, οι συγκρούσεις ανάμεσα στα διαφορετικά καπιταλιστικά κράτη της ΕΕ θα κάνουν και αυτές την εμφάνισή τους με έναν έντονο τρόπο. Ειδικά κατά την περίοδο ευφορίας που ακολούθησε την εισαγωγή του ευρώ, τονίζαμε ότι η απόπειρα πρόσδεσης αδύναμων οικονομιών μαζί με ισχυρές σε ένα ενιαίο νόμισμα, θα γίνει καταλύτης που θα βαθύνει την ύφεση και θα οξύνει της εσωτερικές αντιθέσεις που αυτή θα πυροδοτήσει.
Μέσα από το ευρώ η ισχυρή καπιταλιστική Γερμανία εξαρτάται σήμερα περισσότερο από ποτέ, από την πορεία των οικονομιών των πιο αδύναμων χωρών της Ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία. Μια ενδεχόμενη κατάρρευση του ευρώ εξαιτίας της χρεοκοπίας ενός από τους «αδύναμους κρίκους» θα συμπαρέσυρε την Γερμανική οικονομία. Αυτή είναι η κύρια αιτία που εξανάγκασε την Γερμανία να δώσει τη συγκατάθεσή της στα περίφημα «σχέδια διάσωσης» της Ελλάδας και των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών που απειλούνται με χρεοκοπία, συνολικού ύψους 110 δις ευρώ και 720 δις ευρώ αντίστοιχα, από την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ.
Πρέπει να τονιστεί πως αυτό που επιχειρούν άμεσα να «διασώσουν» αυτά τα σχέδια είναι οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών BIS, το «άνοιγμα» που έχουν πραγματοποιήσει στο ελληνικό δημόσιο χρέος οι γερμανικές τράπεζες είναι περίπου 50 δισ. δολ., και οι γαλλικές 75 δισ. δολ. Ακόμα μεγαλύτερα είναι τα ανοίγματά τους στην Ισπανία και την Πορτογαλία, υπολογιζόμενα με στοιχεία από την ίδια πηγή σε 250 δισ. δολ. Επίσης με βάση εκτίμηση του Jon Peace, αναλυτή της «Nomura Holdings», σε ενδεχόμενη ελληνική χρεοκοπία οι συνολικές ζημιές για τις τράπεζες θα φτάσουν στα 200 δισ. δολ. και θα εκτοξευτούν στα 900 δισ. δολ. σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί το πλέον εφιαλτικό σενάριο, βάσει του οποίου η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία θα προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση των χρεών τους. Έτσι η εκπόνηση των «σχεδίων διάσωσης» επιχείρησε να δημιουργήσει ένα «μαξιλάρι» άμεσης εξασφάλισης για τις τράπεζες. Οι ίδιοι οι όροι των σχεδίων που προβλέπουν ληστρικά, τοκογλυφικά επιτόκια, φανερώνουν ότι δεν έχουν σκοπό να σώσουν τα υπερχρεωμένα κράτη, καθώς προσθέτουν τεράστια ποσά στο χρέος τους, κάνοντάς το ακόμα πιο δυσβάστακτο.
Το εκτεταμένο δημόσιο χρέος στην ΕΕ είναι το αποτέλεσμα της ύφεσης και των κρατικών επιδοτήσεων στους τραπεζίτες και τις υπόλοιπες μερίδες καπιταλιστών. Είναι εμφανές πλέον, ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο η Ελλάδα. Το Δημόσιο χρέος στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης για το 2010 βρίσκεται πολύ πάνω από το 60% του ΑΕΠ που προέβλεπαν τα περίφημα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Ο μέσος όρος είναι 84%. Μόνο 5, σχεδόν ασήμαντες οικονομικά χώρες, πληρούν πλέον τα κριτήρια του Μάαστριχτ : η Κύπρος, η Φινλανδία, η Σλοβενία, η Σλοβακία, το Λουξεμβούργο. Εκτός από το σημερινό 124% της Ελλάδας, έχουμε να ακολουθούν στον κατάλογο του δημόσιου Χρέους την Ιταλία με 116%, το Βέλγιο 101,2%, την Πορτογαλία με 84%, την Ιρλανδία με 82,9%, τη Γαλλία με 82,5% και τη Γερμανία με 76,7%. Ενδεικτικό στοιχείο για τον γενικευμένο χαρακτήρα της διόγκωσης του δημόσιου χρέους στην ΕΕ είναι το γεγονός ότι η Ισπανία με 66,3% έχει δημόσιο χρέος μικρότερο από την Γερμανία, διαθέτοντας όμως πολύ μεγάλα ποσοστά ανεργίας που απειλούν να το «εκτοξεύσουν» πολύ σύντομα.
Το όργιο κερδοσκοπίας με τα κρατικά ομόλογα και τα προϊόντα στοιχηματισμού πάνω στο χρέος των κρατών όλο αυτό το διάστημα, εκφράζει γλαφυρά την παρασιτική φύση του καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, αυτού του είδους η κερδοσκοπία αφαιρεί κεφάλαια από την οικονομία και τις τραπεζικές καταθέσεις, βαθαίνοντας την ύφεση και επαναφέροντας από την «πίσω πόρτα» την απειλή κατάρρευσης μιας σειράς τραπεζών. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που κάνει τους ευρωπαίους αστούς να παίρνουν σκληρά μέτρα λιτότητας παντού για να μειώσουν το δημόσιο χρέος.
Η διαφαινόμενη υιοθέτηση από την ΕΕ της πιεστικής απαίτησης της Γερμανίας για αναθεώρηση των Συνθηκών στην κατεύθυνση της επιβολής σκληρότερων όρων λιτότητας, δεν αποτελεί «ένα βήμα προς την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης» όπως ισχυρίστηκαν ορισμένοι αστοί αναλυτές. Ήταν ακριβώς το αντίθετο. Ήταν η ομολογία ότι η ΕΕ και η Ευρωζώνη δεν μπορούν να προχωρήσουν υπό τις παρούσες συνθήκες. Ήταν η επίσημη δέσμευση ότι αν η ύφεση και η συνεπακόλουθη διόγκωση των χρεών συνεχιστούν, αργά ή γρήγορα, οι πιο αδύναμοι θα «πεταχτούν από το καράβι» της Ευρωζώνης.
Η πολιτική της άγριας πανευρωπαϊκής λιτότητας, με προεξάρχουσα πλέον τη Γερμανική κυβέρνηση που αποφάσισε περικοπές κοινωνικών δαπανών και απολύσεις ύψους 80 δις ευρώ τα επόμενα 4 χρόνια, δεν μπορεί αντιμετωπίσει ουσιαστικά το πρόβλημα του χρέους. Δημιουργεί τους όρους για μια νέα βαθύτερη ύφεση σαν αποτέλεσμα της κατάρρευσης της ζήτησης, όπου τα αστικά κράτη από την μια πλευρά θα περικόπτουν δαπάνες από μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές υπηρεσίες και από την άλλη, θα χάνουν φορολογικά έσοδα μέσα από την πτώση της κατανάλωσης και την αύξηση της ανεργίας.
Η επιβολή ακόμα σκληρότερων όρων λιτότητας σε όλες τις χώρες της ΕΕ δεν είναι μια ιδεολογική επιλογή «εμβάθυνσης του νεοφιλελευθερισμού» όπως ισχυρίζονται οι φιλο-κεϋνσιανοί ρεφορμιστές. Αποτελεί τη γλαφυρή έκφραση του βαθμού παρασιτισμού και της παρακμής του καπιταλισμού. Ένα σύστημα που δεν αναπτύσσει της παραγωγικές δυνάμεις και δεν μπορεί να οδηγήσει στην κοινωνική πρόοδο, προσπαθώντας να κρατηθεί στη ζωή είναι έτοιμο να τραφεί με τις «σάρκες» της κοινωνίας. Η άγρια λιτότητα είναι ο μόνος εφικτός δρόμος που έχουν οι αστοί για να αντιμετωπίσουν τον εφιάλτη του δημόσιου χρέους χωρίς να θίξουν τα δικά τους συμφέροντα. Να γιατί το κύριο ιστορικό καθήκον της εποχής μας είναι να απαλλαγούμε, όχι μόνο από τις σημερινές πολιτικές των καπιταλιστών, αλλά και από το ίδιο το σύστημά τους.
Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το δημόσιο χρέος είναι μόνο το ένα σκέλος των συνολικών χρεών που υπονομεύουν την οικονομία. Το μεγαλύτερο τμήμα του συνολικού χρέους των ευρωπαϊκών κρατών είναι το ιδιωτικό χρέος. Εκεί μάλιστα, η Ελλάδα ξεπερνιέται κατά πολύ από άλλες χώρες της ΕΕ. Έτσι η Ισπανία διαθέτει ιδιωτικό χρέος 220% του ΑΕΠ, η Πορτογαλία 255%, η Ιταλία 253,8%, η 159%, με την Ελλάδα να διαθέτει «μόνο» 130%. Ταυτόχρονα με την αναποτελεσματικότητά της ως προς την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους, η άγρια λιτότητα θα οξύνει στο έπακρο το πρόβλημα του ιδιωτικό χρέους, απειλώντας το τραπεζικό σύστημα και ολόκληρους οικονομικούς κλάδους.
Οι προοπτικές για την ΕΕ και την υπόθεση της ενοποίησής της σε καπιταλιστική βάση είναι δυσοίωνες. Η εμφάνιση συνθηκών μιας νέας ύφεσης παίζει τον καθοριστικό παράγοντα στις εξελίξεις. Στην «Ευρωζώνη» το πρώτο τρίμηνο του έτους είχαμε ανάπτυξη μόλις 0,1%, ενώ η πρόβλεψη του ΔΝΤ για το σύνολο του τρέχοντος έτους είναι μόλις 1%. Με δεδομένη όμως την κλιμάκωση της λιτότητας πανευρωπαϊκά, η πρόβλεψη αυτή μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα αισιόδοξη. Το εκρηκτικό μίγμα υπερδιογκωμένων χρεών και ασθενικών ρυθμών ανάπτυξης στρώνει το χαλί για μια καινούρια κατάσταση στην ΕΕ και την Ευρωζώνη.
Πάνω σε αυτή τη βάση, το μέλλον είναι ιδιαίτερα αβέβαιο για την νομισματική ενοποίηση και το ευρώ με τη σημερινή τους μορφή. Το σενάριο της έναρξης της διαδικασίας αποβολής των αδυνάτων από το ευρώ που έχει ήδη τεθεί από τη Γερμανία ως πιθανή κύρωση για τον «δημοσιονομικό εκτροχιασμό» μια χώρας – μέλους ή ακόμα και εκείνο της δημιουργίας δύο ευρώ, ενός για τους ισχυρούς και ενός για τους αδύναμους, που πρόσφατα δημοσίευσε η βρετανική εφημερίδα “Daily Telegraph” (22/6 «Κέρδος»), μας προϊδεάζουν για ένα μέλλον στο οποίο την υπόθεση της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης της καπιταλιστικής Ευρώπης θα επισκιάσει η παρατεταμένη οικονομική και νομισματική αστάθεια, που θα ωθεί σε κάθε είδους εσωτερικές συγκρούσεις και διασπάσεις. Ο καπιταλισμός μέρα με τη μέρα θα αποδεικνύεται οργανικά ανίκανος να προχωρήσει την ιστορικά προοδευτική διαδικασία ενοποίησης της ευρωπαϊκής ηπείρου. Πάνω σε αυτό το έδαφος είναι αναγκαίο και αναπόφευκτο να αναπτυχθεί η μόνη δύναμη που μπορεί να επιτελέσει αυτό το καθήκον : η συντονισμένη και αλληλέγγυα πάλη της εργατικής τάξης των κρατών της ΕΕ για την ενοποίηση της ευρωπαϊκής ηπείρου κάτω από τη σημαία του σοσιαλισμού.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος