Αυτό που αποκαλύπτεται μέσα από αυτή την εξέλιξη είναι ότι οι θεμελιώδεις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, που εν μέρει, καλύφθηκαν πίσω από την πιστωτική έκρηξη έχουν τώρα επανέλθει στην επιφάνεια. Αυτό είναι που υπονομεύει την καπιταλιστική Ευρωπαϊκή ενοποίηση. Στο αποκορύφωμα της ανάκαμψης κατάφεραν να επιτύχουν μια συμφωνία για τη δημιουργία του ευρώ. Όσο η οικονομία βρισκόταν σε πλήρη άνθιση, αυτό καμουφλάριζε τις τεράστιες διαφορές ανάμεσα στις οικονομίες που απαρτίζουν την Ευρωζώνη.
Η πιο εμφανής αντίφαση είναι αυτή μεταξύ του επιπέδου της ελληνικής οικονομίας και εκείνου της γερμανικής. Η παραγωγικότητα του γερμανικού εργατικού δυναμικού είναι 30% υψηλότερη από ό,τι η αντίστοιχη του ελληνικού. Το στοιχείο αυτό αντανακλά την πιο ανεπτυγμένη και προηγμένη φύση του γερμανικού καπιταλισμού. Στη Γερμανία υπήρξε αύξηση των επενδύσεων στη βιομηχανία και αυτό καθιστά τον γερμανικό καπιταλισμό έναν ισχυρό ανταγωνιστή στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά. Η ελληνική αστική τάξη από την άλλη πλευρά, είναι πολύ πιο εξαρτώμενη από το κράτος και από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ελληνική οικονομία έχει αναπτυχθεί πολύ λιγότερο και η βιομηχανία της έχει υποχωρήσει.
Σε μια τέτοια κατάσταση, εφ’ όσον η πιστωτική έκρηξη θα συνέχιζε να «δουλεύει» και η συνολική «πίτα» των κερδών να μεγαλώνει, η Ελλάδα θα μπορούσε επίσης να επωφεληθεί. Τώρα, ωστόσο, που η «πίττα» έχει σταματήσει να μεγαλώνει, ο ανταγωνισμός είναι πιο μεγάλος και οι ισχυρότερες οικονομίες, ιδίως η Γερμανία, πιέζουν ασφυκτικά τις πιο αδύναμες, όπως η Ελλάδα, αλλά και η Ιταλία. Η Ελλάδα είναι τώρα στο τέταρτο έτος της ύφεσης και το ΑΕΠ της Ιταλίας αυξάνεται ελάχιστα. Αυτό καθιστά ακόμη πιο δύσκολο για αυτές τις χώρες να χρηματοδοτήσουν τα χρέη τους και έτσι αναγκάζονται να δανείζονται ακόμη περισσότερο. Αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί για πάντα και έτσι τώρα εκδηλώθηκε η κρίση.
Όλες οι πολιτικές διαχείρισης θα οδηγήσουν στην καταστροφή
Το δίλημμα που αντιμετωπίζει η αστική τάξη είναι ότι καμία από τις δύο κλασικές οικονομικές πολιτικές, ο κεϋνσιανισμός και ο μονεταρισμός, δεν μπορεί να λειτουργήσει. Ιστορικά, ο καπιταλισμός έχει ταλαντευθεί μεταξύ των δύο συνταγών. Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου η κεϋνσιανή μέθοδος κυριάρχησε. Αυτή η μέθοδος ουσιαστικά σημαίνει ότι το κράτος πρέπει να παίξει ένα μεγάλο ρόλο στην οικονομία, μέσω των δημόσιων δαπανών. Η ιδέα είναι ότι όταν το κράτος επενδύει σε μεγάλα έργα, όπως στην κατασκευή δρόμων, την υγειονομική περίθαλψη, τη στέγαση, ακόμα και τη λειτουργία τμημάτων της παραγωγής, αυτό προσφέρει θέσεις εργασίας, οι οποίες δημιουργούν ζήτηση, η οποία με τη σειρά της ενθαρρύνει την περαιτέρω ανάπτυξη. Αυτή τουλάχιστον ήταν η θεωρία.
Τελικά τη δεκαετία του 1970, μια μακρά περίοδος χρηματοδότησης της οικονομίας μέσω του ελλείμματος οδήγησε στην εκτόξευση του δημόσιου χρέους και στην αύξηση του πληθωρισμού. Αυτό παρήγαγε μια αλλαγή 180 μοιρών στην ασκούμενη οικονομική πολιτική παντού. Ο στόχος ήταν να μειωθεί ο πληθωρισμός. Έτσι ο μονεταρισμός επανήλθε στο προσκήνιο. Η ιδέα ήταν ότι, επειδή η αυξανόμενη χρηματοδότηση της οικονομίας μέσω του ελλείμματος είχε οδηγήσει σε πληθωρισμό, η προσφορά χρήματος έπρεπε να τεθεί υπό έλεγχο. Αυτό περιελάμβανε την αύξηση των επιτοκίων και τη μείωση δραστικά τις δημόσιες δαπάνες. Η ευρείας κλίμακας ιδιωτικοποίηση των κρατικών εταιρειών ήταν μέρος όλων αυτών των συνταγών.
Στις παρούσες συνθήκες πώς μπορεί οποιαδήποτε από αυτές τις πολιτικές να παράγει τα επιθυμητά αποτελέσματα; Το κράτος είναι υπερχρεωμένο παντού. Με τη μαζική διάσωση των τραπεζών, από το 2008 το δημόσιο χρέος εκτοξεύτηκε παντού. Αλλά αυτό το χρέος δεν ήταν το αποτέλεσμα των κρατικών δαπανών για την ανάπτυξη των υποδομών, τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης κλπ. Ήταν απλά ένα τεράστιο ποσό χρημάτων που ρίχνονται στην άβυσσο του τραπεζικού χρέους. Έτσι, το χρέος ανέβηκε, χωρίς όμως να έχουμε μια κλασσική κεϋνσιανή επίδραση ώθησης στην οικονομία.
Ο μονεταρισμός από την άλλη πλευρά θα συνεπαγόταν τη μείωση της προσφοράς χρήματος και την άνοδο των επιτοκίων. Αν γίνει αυτό υπό τις παρούσες συνθήκες, θα αυξηθεί σημαντικά το κόστος δανεισμού και ως εκ τούτου, θα οδηγούμασταν σε μια περαιτέρω μείωση των επενδύσεων. Επίσης, αυτό θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά το επίπεδο των ήδη υφισταμένων αποθεμάτων του χρέους.
Το γεγονός είναι ότι έχουν εξαντλήσει τη χρήση των δύο κλασικών πολιτικών συνταγών, του κεϋνσιανισμού και του μονεταρισμού, και τώρα το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η εκτύπωση χρήματος. Μπορούν να προβαίνουν στη μεταμφίεση αυτής της μεθόδου, χρησιμοποιώντας όρους όπως «ποσοτική χαλάρωση», αλλά η αλλαγή του ονόματος δεν αλλάζει την ουσία των πραγμάτων.
Η εκτύπωση χρήματος είναι ένα απελπισμένο μέτρο, το οποίο δείχνει ότι η αστική τάξη βρίσκεται σε αδιέξοδο. Νομίζουν ότι αν ρίξουν μεγάλες ποσότητες χαρτονομισμάτων στην οικονομία αυτό θα τονώσει την αγορά. Αλλά το μόνο πράγμα που κάνει η εκτύπωση περισσότερου χρήματος όπως έχει δείξει το παρελθόν είναι να προκαλεί υψηλότερα επίπεδα του πληθωρισμού. Τελικά οδηγεί σε υποτίμηση του νομίσματος και ως εκ τούτου, στο να απαιτούνται περισσότερα χρήματα για να αγοραστούν τα ίδια προϊόντα. Σε βάθος χρόνου αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υπερπληθωρισμό.
Και ο υπερπληθωρισμός είναι αυτό που φοβάται η γερμανική αστική τάξη, σχεδόν πάνω από οτιδήποτε άλλο. Αυτό εξηγεί το γιατί η γερμανική αστική τάξη, που δεσπόζει στην ΕΕ, χρησιμοποιεί την οικονομική της ισχύ για την επιβολή λιτότητας στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλά με την καταναγκαστική επιβολή λιτότητας στην Ευρώπη, φέρνουν απλώς πιο κοντά μια πανευρωπαϊκή ύφεση και την καθιστούν ακόμα πιο βαθιά.
Η λιτότητα στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία και αλλού, σημαίνει συρίκνωση της αγοράς. Παραδόξως αυτό σημαίνει, επίσης, την συρρίκνωση των αγορών για τις βιομηχανικές εξαγωγές της Γερμανίας. Αυτό εξηγεί τους πολύ αργούς ρυθμούς ανάπτυξης της Γερμανίας σήμερα. Σημαίνει, επίσης, ότι καθίσταται πιο δύσκολο για αυτές τις χώρες να αναπτυχθούν λόγω των μεγάλων χρεών τους.
Η Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει ήδη εν μέρει. Αργά ή γρήγορα θα χρεοκοπήσει εντελώς. Αυτό που συνέβη στην Ελλάδα θα επαναληφθεί στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία και στη συνέχεια στην Ιταλία και την Ισπανία και σε αρκετές άλλες χώρες.
Καθώς η κάθε χώρα θα πλησιάζει σε ένα τέτοιο κρίσιμο σημείο, οι κερδοσκόποι γύπες θα επωφελούνται χτυπώντας και επιδεινώνοντας την κατάσταση, τραβώντας μία χώρα μετά την άλλη στην άβυσσο. Όταν αυτό συμβεί, τα χρέη της Ιταλίας και της Ισπανίας, τα οποία έχουν ασφαλιστεί από την Γερμανία και τη Γαλλία θα είναι ανεξόφλητα και έτσι το χρέος που συσσωρεύεται στο Νότο της Ευρώπης, θα μεταφερθεί προς το Βορρά. Συνεπώς, θα γίνει μια πανευρωπαϊκή κρίση χρέους, που θα συνοδεύεται από σοβαρή πανευρωπαϊκή επιδημία λιτότητας.
Τα μέτρα που συμφωνήθηκαν την Τετάρτη, στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να αναβάλλουν μόνο μια σοβαρή κρίση για μερικές εβδομάδες ή μήνες, πιθανώς έως τον επόμενο χρόνο. Αυτό που κάνουν οι καπιταλιστές είναι στην πραγματικότητα εντελώς παράλογο από οικονομική άποψη. Σύμφωνα με το «νόμους της αγοράς» η Ελλάδα πρέπει να αφεθεί να χρεοκοπήσει πλήρως και μετά να αποβληθεί από το ευρώ και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ένα τέτοιο σενάριο θα έχει σοβαρές συνέπειες, όμως, για την υπόλοιπη Ευρώπη. Θα προκαλούσε μια αλυσιδωτή αντίδραση που θα έφερνε τη μια χρεοκοπία μετά την άλλη. Θα οδηγούσε στην κατάρρευση πολλών γαλλικών και γερμανικών τραπεζών, που είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένες στην Ελλάδα και θα βύθιζε ολόκληρη την Ευρώπη σε βαθιά κατάρρευση.
Έτσι λοιπόν όπως βλέπουμε, αυτό που είναι λογικό από καθαρά οικονομική άποψη δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ευρύτερες επιπτώσεις που θα είχε. Πέρα όμως από αυτό, υπάρχουν οι πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Οι Έλληνες εργαζόμενοι ωθούνται στα όρια του τι μπορούν να ανεχτούν. Αυτό προκαλεί μια έκρηξη της ταξικής πάλης σε μια κλίμακα που δεν είχαμε δει για χρόνια.
Πορεία προς την επανάσταση
Η Ελλάδα ωθείται προς την επανάσταση και η επανάσταση αυτές τις μέρες είναι πολύ μεταδοτική, επειδή οι ίδιες συνθήκες αναπτύσσονται παντού. Το κίνημα στην Ελλάδα είναι πηγή έμπνευσης για τους εργαζόμενους σε άλλες χώρες. Και η εργατική τάξη δεν ήταν ποτέ τόσο ισχυρή όσο είναι σήμερα. Παρά την παρωχημένη προπαγάνδα ότι η εργατική τάξη έχει μειωθεί σε μέγεθος, η πραγματικότητα είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι τώρα μέρος της εργατικής τάξης με τη μαρξιστική έννοια του όρου, δηλαδή με την έννοια ότι εξαρτάται από τη μισθωτή εργασία.
Την τελευταία περίοδο έχουμε δει μαζικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων και της νεολαίας σε μεγάλα τμήματα της Ευρώπης. Στην Ελλάδα έχουμε δει τη μια γενική απεργία μετά την άλλη. Στην Ιρλανδία, είδαμε τεράστιες διαδηλώσεις, καθώς η κρίση βύθισε τη χώρα. Είδαμε το υπέροχο κίνημα των εργαζομένων της Γαλλίας πέρυσι. Στην Ισπανία, το κίνημα του «indignados» αποκάλυψε την οργή που είχε αναπτυχθεί στις τάξεις των εργαζομένων και της νεολαίας. Και στην Ιταλία έχουμε δει ήδη ισχυρές κινητοποιήσεις.
Αυτό που βλέπουμε είναι η αρχή μιας πανευρωπαϊκής επανάστασης. Επί του παρόντος, είναι μερικές χώρες που έχουν επηρεαστεί περισσότερο από άλλες. Αυτό αντικατοπτρίζει σε ποιο βαθμό η κρίση έχει προχωρήσει σε κάθε μία από αυτές τις χώρες. Αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι όλες οι χώρες κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Είναι όλες στον ίδιο δρόμο, με κάποιες πιο μπροστά και άλλες λίγο πίσω. Στη Βρετανία, βλέπουμε την προετοιμασία για μια κινητοποίηση που θα αποδειχθεί πιθανώς η μεγαλύτερη που θα έχει οργανωθεί από τα συνδικάτα τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1970 και ενδεχομένως ακόμη μεγαλύτερη. Η θέληση των εργατών για αγώνα είναι ξεκάθαρη.
Δυστυχώς, αυτό που είναι, επίσης, εξαιρετικά σαφές είναι η έλλειψη μιας μαχητικής ηγεσίας των συνδικάτων και των εργατικών κομμάτων. Στην Ελλάδα είναι η σοσιαλδημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ, ένα κόμμα που δημιουργήθηκε από τους εργαζόμενους στο επαναστατικό έτος 1974 όπου είχαμε την κατάρρευση του καθεστώτος των Συνταγματαρχών, που εφαρμόζει τώρα δρακόντεια μέτρα λιτότητας. Στην Ισπανία η «σοσιαλδημοκρατική» κυβέρνηση του Θαπατέρο έχει θεσπίσει τα μέτρα λιτότητας, έχει συνάψει ακόμα και συμφωνίες με το δεξιό PP και τώρα ετοιμάζεται να το πληρώσει με μια μεγάλη εκλογική ήττα στις προσεχείς εκλογές. Στην Πορτογαλία, ήταν η σοσιαλιστική κυβέρνηση που πραγματοποίησε τα μέτρα λιτότητας και που συμφώνησε με τους «όρους διάσωσης» και στη συνέχεια συντρίφτηκε κατά τις εκλογές του Ιουνίου.
Στην Ιταλία οι πρώην κομμουνιστές ηγέτες ενώθηκαν με αστικούς πολιτικούς σχηματισμούς και δημιούργησαν το Δημοκρατικό Κόμμα. Αυτό το κόμμα κάνει κριτική στον Μπερλουσκόνι για ολιγωρίες, δηλαδή για το ότι δεν είναι αρκετά αποφασισμένος για την εφαρμογή της λιτότητας. Στη Βρετανία έχουμε την ηγεσία του Εργατικού Κόμματος που έχει κάνει σαφές ότι δεν έχει καμία πραγματική εναλλακτική λύση. Η μόνη διαφορά που θέτουν είναι ότι εκείνοι μπορούν να εφαρμόσουν πρόγραμμα λιτότητας πιο ήπια. Λένε ότι αν και στην αντιπολίτευση, είναι σαφές ότι μετά την επιστροφή τους στην κυβέρνηση θα συνεχίσουν τις ίδιες πολιτικές με την παρούσα κυβέρνηση των «Συντηρητικών-Φιλελευθέρων».
Όλοι αυτοί οι ηγέτες είναι τα προϊόντα του παρελθόντος, όταν δηλαδή ο καπιταλισμός ήταν σε άνθηση. Δεν μπορούν να φανταστούν κανένα άλλο σύστημα εκτός από το καπιταλιστικό. Το γεγονός ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να βελτιώσει τη ζωή των εργαζόμενων γίνεται δεκτό παθητικά από αυτούς τους ηγέτες. Εφαρμόζουν τη λιτότητα ελπίζοντας ότι αυτή η πολιτική θα «δουλέψει» και μια μέρα όλα θα επανέλθουν όπως ήταν πριν. Αλλά αυτό δεν θα συμβεί. Αυτή είναι η πιο σοβαρή κρίση από το 1929 και μπορεί να αποδειχθεί ακόμη χειρότερη.
Τα όρια του ρεφορμισμού
Σε αυτές τις συνθήκες η ρεφορμιστική Αριστερά βλέπει την αιτία της κρίσης όχι στις θεμελιώδεις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά σε πράγματα όπως «η έλλειψη της κρατικής ρύθμισης» και «η μη αρκετή τιθάσευση της αγοράς». Στη Βρετανία, μερικοί απ ‘αυτούς φθάνουν ακόμη και μέχρι το να δηλώσουν ότι η σημερινή κυβέρνηση διεξάγει λιτότητα «από ιδεολογικές προκαταλήψεις», αγνοώντας βολικά το γεγονός ότι στην Ισπανία και την Ελλάδα είναι η σοσιαλδημοκρατία που εφαρμόζει τα ίδια μέτρα με την ίδια αυστηρότητα.
Άλλοι στα αριστερά, για παράδειγμα το ΚΚΕ στην Ελλάδα, απευθύνουν έκκληση για έξοδο από το ευρώ και ακόμη και από την ίδια την ΕΕ. Αυτό αγνοεί το γεγονός ότι είτε μέσα είτε έξω από το ευρώ, η Ελλάδα οφείλει πολλά χρήματα. Η καπιταλιστική Ελλάδα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα αντιμετώπιζε μια τεράστια κατάρευση. Τα δύο τρίτα των εξαγωγών της Ελλάδας κατευθύνονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αλήθεια είναι ότι εντός ή εκτός της ΕΕ, η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει περισσότερο ή λιγότερο, το ίδιο καταστροφικό οικονομικό σενάριο. Αυτή η κρίση δεν οφείλεται στην ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για κρίση του καπιταλιστικού συστήματος. Η Ισλανδία δεν ήταν μέρος της ΕΕ και όμως ήταν η πρώτη που χτυπήθηκε από την κρίση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς τασσόμαστε στο ελάχιστο υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, θεωρούμε ότι η ΕΕ είναι απλώς η Ένωση των αφεντικών με στόχο την ενίσχυση των συμφερόντων των ισχυρών ευρωπαϊκών καπιταλιστών. Η ΕΕ επιβάλλει την πολιτική της επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη παντού. Και αυτή η Ένωση δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί σε κάποιου είδους «κοινωνικής Ευρώπης». Είμαστε αντίθετοι σε αυτό, αλλά η απάντηση δεν είναι οι πολλές μικρές εθνικές μορφές καπιταλισμού, αλλά η ενότητα των εργαζομένων της Ευρώπης στον αγώνα για τις Ενωμένες Πολιτείες της σοσιαλιστικής Ευρώπης.
Αυτό που αντιμετωπίζουμε είναι μια παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού. Αυτό αντικατοπτρίζεται σε κινήματα όπως το «Καταλάβετε την Wall Street» που έχει εξαπλωθεί σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ και αντανακλάται σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αυτό που προετοιμάζεται είναι η επανάσταση. Η αραβική επανάσταση ήταν μέρος αυτής της διαδικασίας. Η Ευρώπη ακολουθεί πολύ σύντομα και έπειτα έρχονται οι ΗΠΑ.
Τα καθήκοντα των μαρξιστών
Σε αυτές τις συνθήκες ποια είναι τα καθήκοντα των μαρξιστών; Σε όλο το υλικό μας, εδώ και πολλά χρόνια έχουμε προβλέψει ότι μια τέτοια κρίση θα ξεσπάσει αργά ή γρήγορα. Σταθήκαμε πιστοί σε αυτή την προοπτική, όταν πολλοί άλλοι είχαν εγκαταλείψει τον αγώνα. Πολλοί πρώην αριστεροί έχουν γίνει δεξιοί σοσιαλδημοκράτες. Δεν έβλεπαν κανένα μέλλον για τις γνήσιες σοσιαλιστικές ιδέες. Αλλά ο λόγος που οι μαρξιστές στάθηκαν κόντρα στο ρεύμα είναι γιατί ήταν οπλισμένοι με την επιστημονική μέθοδο του μαρξισμού, μια μέθοδο η οποία δεν εξαντλείται κοιτάζοντας την επιφανειακή πτυχές της κάθε δεδομένης κατάστασης. Εξετάσαμε βαθύτερα όλες τις υποβόσκουσες βασικές αντιφάσεις και μπορέσαμε να προβλέψουμε σωστά που θα οδηγούσαν αυτές τελικά.
Το πρόβλημα είναι ότι η μάζα των απλών ανθρώπων που εργάζονται δεν είναι οπλισμένοι με μια τέτοια μέθοδο κατανόησης. Όταν το σύστημα φαινόταν ότι λειτουργεί προσφέροντας θέσεις εργασίας, στέγαση, υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, αξιοπρεπείς μισθούς οι περισσότεροι άνθρωποι ανέχονται το σύστημα. Τώρα, όμως, μια τεράστια αλλαγή στη συνείδηση λαμβάνει χώρα μεταξύ των εκατομμυρίων των εργαζομένων και της νεολαίας.
Όταν η κρίση ξέσπασε το 2008 μας είπαν ότι ήταν προσωρινή. Οι τράπεζες είχαν διασωθεί, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε και τα μέτρα λιτότητας άρχισαν να εφαρμόζονται. Τώρα, τρία χρόνια αργότερα, αντί να δούμε κάποια βελτίωση, η κρίση επιδεινώνεται. Οι εργαζόμενοι, αφού απρόθυμα υπέκυψαν στο πρώτο κύμα των επιθέσεων, αρχίζουν να κατανοούν ότι αυτή δεν είναι μια βραχυπρόθεσμη, προσωρινή κρίση, που μπορεί να ξεπεραστεί με μια μικρή δόση λιτότητας. Η επίθεση στις συνθήκες διαβίωσης είναι αδυσώπητη και ποτέ δεν τελειώνει.
Αυτό δημιουργεί ένα ανοιχτό χάσμα μεταξύ των αναγκών των εργαζομένων και τις πολιτικές και τη σκέψη των λεγόμενων εργατικών ηγετών. Υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στο αντικειμενικό αδιέξοδο – το οποίο μπορεί να επιλυθεί μόνο μέσω της κατάργησης της καπιταλιστικής ελεύθερης αγοράς – και στα προγράμματα της ηγεσίας των πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων της εργατικής τάξης. Οι ηγέτες των συνδικάτων σε όλη την Ευρώπη δεν είναι ικανοί για το έργο που τους έχει ανατεθεί. Όταν κινούνται, γενικά το κάνουν υπό πίεση από τα κάτω και ακόμη και τότε, κινητοποιούνται με τον ρητό στόχο να αφήσουν να βγει από την «χύτρα μια ποσότητα ατμού», μέσα από έναν συμβολικό αγώνα και στη συνέχεια να επιστρέψουν οι εργάτες πίσω στη δουλειά. Αυτό συμβαίνει ακόμα και στην Ελλάδα μετά από τη μεγάλη 48ωρη γενική απεργία της περασμένης εβδομάδας.
Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά σε αυτό. Δεδομένου ότι τα όρια της ηγεσίας εκτίθενται όλο και περισσότερο, θα δημιουργηθεί από τα κάτω η πίεση για να εκλεγούν πιο μαχητικοί ηγέτες. Αυτή η διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει σε ορισμένες χώρες. Στην Ιταλία η διαδικασία αυτή οδήγησε την Ομοσπονδία των εργατών μετάλλου, τη FIOM, να αναλάβει το ρόλο της αντιπολίτευσης. Αυτό θα επαναλαμβάνεται από δω και πέρα σε όλες τις χώρες.
Στον αγώνα για να μετατρέψουν τα συνδικάτα σε οργανώσεις που αγωνίζονται πραγματικά, οι εργαζόμενοι τελικά θα προσπαθήσουν να μεταμορφώσουν τις υφιστάμενες μαζικές τους οργανώσεις. Στην Ελλάδα βλέπουμε την πίεση που ασκείται σε όλα τα κόμματα της Αριστεράς. Η ηγεσία του ΚΚΕ δέχεται πιέσεις να εγκαταλείψει σεκταριστική προσέγγισή της απέναντι στην υπόλοιπη Αριστερά. Η βάση του ΠΑΣΟΚ έχει στραφεί στα συνδικάτα, πιέζοντας τους ηγέτες της ΠΑΣΚΕ να σπάσουν από το κόμμα και έτσι συζητιέται η ίδρυση ενός νέου κόμματος. Είναι ακόμη νωρίς, αλλά μπορούμε ήδη να δούμε το πώς η πίεση από τα κάτω αρχίζει να εκφράζεται στις μαζικές οργανώσεις.
Σε αυτή την περίπτωση, οι Μαρξιστές πρέπει να ξέρουν πώς να ενεργήσουν. Είμαστε ακόμη μια μικρή δύναμη, αλλά σε ορισμένες χώρες έχουμε καθιερωθεί ως μια σοβαρή αντιπολιτευτική δύναμη. Πρέπει να οικοδομήσουμε τις δυνάμεις μας με υπομονή, παρεμβαίνοντας στα μαζικά κινήματα για να κερδίσουμε τα πιο προχωρημένα στρώματα. Το έργο αυτό είναι προπαρασκευαστικό για το μεγαλύτερο έργο που μας περιμένει, της παρέμβασης στην μαζικά αριστερά ρεύματα που αναπόφευκτα θα δημιουργηθούν στο μέλλον. Αν έχουμε δημιουργήσει μια επαρκή βάση, σε ένα ορισμένο σημείο, αυτή θα συνδεθεί πρώτα με τα πιο προχωρημένα στρώματα των εργαζομένων και της νεολαίας και στη συνέχεια με τα ευρύτερα στρώματα.
Η κρίση που έχουμε εισέλθει, δεν μπορεί να λυθεί με διορθώσεις σε αυτή ή εκείνη την πτυχή της οικονομίας. Το καπιταλιστικό σύστημα πρέπει να ανατραπεί και να αντικατασταθεί με έναν ορθολογικό σχεδιασμό της οικονομίας υπό τον δημοκρατικό έλεγχο της εργατικής τάξης. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Εκατομμύρια εργαζόμενοι έχουν ήδη αρχίζει να συμπεραίνουν, ότι πρόκειται για το ίδιο το σύστημα που βρίσκεται σε κρίση. Αυτό αντανακλάται στις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι υπάρχει συντριπτική υποστήριξη στα κινήματα διαμαρτυρίας που έχουν αναπτυχθεί παντού («Αγανακτισμένοι» κλπ).
Το καθήκον των μαρξιστών είναι να φτάσουν σε αυτά τα προχωρημένα στοιχεία της νεολαίας και της εργατικής τάξης που ξεκίνησαν να αγωνίζονται και να εξηγήσουν ότι ο αγώνας για τον σοσιαλισμό είναι η μόνη εναλλακτική λύση. Η εκπαίδευση μαρξιστικών στελεχών με ρίζες στο κίνημα της εργατικής τάξης είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την οικοδόμηση μιας μαρξιστικής ηγεσίας.
Γι’ αυτό καλούμε όλους τους αναγνώστες μας να συσπειρωθούν μαζί μας και να μας βοηθήσουν στο να οικοδομήσουμε την Μαρξιστική Τάση σε όλες τις χώρες. Η ώρα μας, η ώρα του μαρξισμού έχει έρθει!