Του Fred Weston
– Μετάφραση : Ηλίας Κυρούσης
Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να δείξει ότι οι ελλείψεις σε τρόφιμα, που έπληξαν πολλές χώρες την προηγούμενη χρονιά, δεν οφείλονται σε κάποια φυσική καταστροφή ή στο αυξανόμενο μέγεθος του πληθυσμού του πλανήτη. Τα στοιχεία θα το δείξουν αυτό παρακάτω.
Το 1859 ο Μαρξ έγραφε το εξής:
« Καμία κοινωνική δομή δεν μπορεί να καταστραφεί πριν οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν εξελιχθεί και νέες ανώτερες παραγωγικές σχέσεις δεν μπορούν να τις αντικαταστήσουν πριν οι υλικοί όροι για την ύπαρξη τους έχουν ωριμάσει μέσα στην παλιά κοινωνία.»
Ο καπιταλισμός έχει δημιουργήσει γιγαντιαίες παραγωγικές δυνάμεις μέσα σε λιγότερο από 2 αιώνες. Αυτό ισχύει επίσης και στη παραγωγή τροφίμων, όχι μόνο σε απόλυτους αλλά και σε σχετικούς όρους, σε αναλογία δηλαδή με τον πληθυσμό του πλανήτη.
Υπάρχουν δισεκατομμύρια άνθρωποι που πεινούν, όχι επειδή δεν υπάρχει τροφή, αλλά επειδή δεν μπορούν να την αγοράσουν. Έχουμε μία «υπερπαραγωγή» τροφίμων όχι σε σχέση με τις ανάγκες του πληθυσμού του πλανήτη, αλλά σε σχέση με την ικανότητα της αγοράς να απορροφήσει αυτά τα τρόφιμα. Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι για τους καπιταλιστές τα άτομα υπάρχουν μόνο σαν καταναλωτική δύναμη, σαν κινούμενα πορτοφόλια. Αν δεν έχουν λεφτά, δεν μπαίνουν στις στατιστικές τους, απλά δεν υπάρχουν.
Αυτό ισχύει από οικονομική σκοπιά, από πολιτική άποψη όμως η κατάσταση είναι διαφορετική. Αυτοί οι άνθρωποι όχι μόνο υπάρχουν, αλλά είναι και εξαγριωμένοι. Δεν πέρασε καιρός από της εξεγέρσεις που είχαμε σε μία σειρά χώρες για τις τιμές στα τρόφιμα. Αυτοί οι ανύπαρκτοι – από τη σκοπιά της αγοράς – άνθρωποι, βγήκαν στους δρόμους της Αϊτής και εξώθησαν τον πρωθυπουργό σε παραίτηση. Υπάρχει μια αυξανόμενη κοινωνική και πολιτική αποσταθεροποίηση, ευθεία αντανάκλαση του αδιεξόδου του καπιταλιστικού συστήματος.
Στην κορυφή της επισιτιστικής κρίσης έχουμε τη γενικευμένη κρίση του καπιταλισμού που έχει επιδράσει αποφασιστικά στη συνείδηση των απλών εργαζόμενων ολόκληρου του κόσμου. Δισεκατομμύρια άνθρωποι αρχίζουν να αμφισβητούν το σύστημα μέσα στο οποίο ζουν και που είναι το «καλύτερο δυνατό» σύμφωνα με τα ΜΜΕ και τους έγκριτους οικονομικούς αναλυτές. Για τους μαρξιστές αυτό που συμβαίνει παγκόσμια δεν αποτελεί έκπληξη. Έκπληξη αποτέλεσε το πόσο αυτή η κρίση καθυστέρησε. Για χρόνια προειδοποιούσαμε ότι αυτή η κρίση θα ξεσπούσε αργά ή γρήγορα. Αν κανείς διαβάσει τα άρθρα στο Marxist.com που γράφονταν για μια σειρά χρόνια, θα δει ότι συστηματικά και επίμονα εξηγούσαμε ότι η συσσώρευση των χρεών, του πλασματικού κεφαλαίου, αργά η γρήγορα θα οδηγούσε σε μία απότομη πτώση την οικονομία. ( βλέπε – “World revolution and the tasks of the Marxists” – 2006)
To 2006 λέγαμε ότι μπαίνουμε «στην πιο ταραχώδη περίοδο της ιστορίας». Είναι δυνατό να μπαίνουμε σε μία περίοδο πιο ταραχώδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, με 2 παγκόσμιους πολέμους και τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση που ο καπιταλισμός έχει ποτέ γνωρίσει; Τώρα κανείς δεν αμφιβάλει ότι μπαίνουμε σε μία τέτοια περίοδο.
Μέσα στην οικονομική κρίση βλέπουμε την κρίση στην παραγωγή τροφίμων ή για να το θέσουμε πιο σωστά, στη διανομή τροφίμων. Στον καπιταλισμό υπάρχουν πολλοί άνεργοι και όμως πολλά πράγματα πρέπει να γίνουν και πολλά προϊόντα πρέπει να παραχθούν. Εκατομμύρια μένουν άνεργοι κι όμως υπάρχουν παρά πολλά άδεια σπίτια. Εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα κι ας υπάρχει υπεραφθονία τροφίμων.
Το ζήτημα των τροφίμων και της λεγόμενης «επισιτιστικής κρίσης» χρησιμοποιείται από την αστική τάξη για να πείσει τους εργάτες ότι χρειάζονται περικοπές. Οι μικροαστοί ενώνουν τις φωνές τους σε αυτή τη χορωδία για να μας κάνουν να νιώσουμε ενοχές γα την «υπερκατανάλωση» μας. Αυτό είναι επιεικώς παιδιάστικο και επιφανειακό. Αν οι εργαζόμενοι έτρωγαν και γενικά κατανάλωναν λιγότερο, αυτό δεν θα σήμαινε ότι στην Αφρική θα έτρωγαν περισσότερο.
Το ζήτημα της επισιτιστικής κρίσης πρέπει να ξεκαθαριστεί από το βούρκο των μύθων και των ψεμάτων των ΜΜΕ. Ένας κοινός τρόπος παρουσίασης του ζητήματος είναι ότι «υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι» ή ότι «οι αναπτυγμένες χώρες καταναλώνουν πάρα πολύ.» Έτσι, η ευθύνη δεν βαραίνει το σύστημα και τους καπιταλιστές, αλλά τους εργαζόμενους στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Αυτή είναι μία δημοφιλής ιδέα, ανάμεσα στους οπαδούς του «πράσινου» κινήματος. Μία πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση θα μας αποκαλύψει ότι παράγεται άφθονη τροφή για όλους. Όπως έχουμε αναφέρει ήδη, το πρόβλημα δεν είναι αυτό της ποσότητας, αλλά της διανομής της τροφής.
Ο μηχανισμός του χρέους του «τρίτου κόσμου»
Για να ξεκινήσουμε την ανάλυση του προβλήματος θα ήταν χρήσιμο να δούμε πως το χρέος του «τρίτου κόσμου» έχει γιγαντωθεί με το πέρασμα των χρόνων προς όφελος των ιμπεριαλιστικών χωρών.
Πριν ακόμα το 1970, άρχισε να εμφανίζεται το φαινόμενο του αναπτυσσόμενου χρέους του «τρίτου κόσμου». Αλλά μετά την κρίση του 1973 όλο και περισσότερες χώρες αναγκάστηκαν να στραφούν στο ΔΝΤ και στην παγκόσμια τράπεζα για να επαναδιαπραγματευτούν τα χρέη τους και να υιοθετήσουν πολιτικές όπως τα λεγόμενα «προγράμματα σταθεροποίησης του ΔΝΤ».
Την περίοδο του 1960 και του 1970 τα προγράμματα αυτά επηρέασαν αποφασιστικά τις πιο φτωχές χώρες οδηγώντας σε μια παρόμοια με σήμερα κατάσταση: αυξανόμενη ανεργία, άνοδος των τιμών σε ήδη πρώτης ανάγκης, υποβάθμιση της παιδείας, της υγείας κτλ.
Κάποια στοιχεία θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε το ρυθμό με τον οποίο αυξάνονταν το χρέος του «τρίτου κόσμου. Το 1960 ήταν 18 δις. δολάρια, το 1970 σκαρφάλωσε στα 75 δις, και το 1973 στα 112 δις. Μέχρι το 1984 είχε εκτιναχθεί στα 900 δις! Μέσα σε 4 χρόνια το χρέος αυτό αυξήθηκε 50 φορές.
Παρά τα εξωφρενικά αυτά νούμερα μπορούμε να πούμε ότι μέχρι το 1973 το χρέος του «τρίτου κόσμου» διατηρούνταν σε λογικά επίπεδα. Αυτό ήταν δυνατό χάρη στην τεράστια μεταπολεμική ανάπτυξη. Μέσα σε αυτή την περίοδο το ΑΕΠ των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών αυξήθηκε 500% με 600%, μία πρωτοφανής ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που έδινε τη δυνατότητα να δοθούν κάποια ψίχουλα και στις υποανάπτυκτες χώρες.
Παρόλη την ανάπτυξη όμως οι υποανάπτυκτες χώρες δένονταν όλο και πιο στενά στις ανάγκες των ανεπτυγμένων ιμπεριαλιστικών χωρών. Υπήρχε μια εντεινόμενη άνιση κατανομής της αξίας. Οι φτωχές χώρες έδιναν περισσότερα (πρώτες ύλες, γεωργικά προϊόντα) για όλο και λιγότερα βιομηχανικά προϊόντα. Αυτό εν μέρει εξηγεί την αδυναμία τους να ξεπληρώσουν τα χρέη τους στις ιμπεριαλιστικές χώρες και τις τράπεζες.
Προγράμματα δομικής αναπροσαρμογής
Το 1974 ήταν ένα σημείο καμπής, με την πρώτη παγκόσμια ύφεση μετά τον πόλεμο. Αυτό επηρέασε δραστικά τις υποανάπτυκτες χώρες, Οι τράπεζες άρχισαν να παίζουν έναν όλο και πιο έντονο ρόλο δίνοντας δάνεια σε αυτές τις χώρες, αυξάνοντας έτσι το χρέος. Τα δάνεια όμως έπρεπε κάποια στιγμή να αποπληρωθούν. Πού θα έβρισκαν αυτές οι χώρες τα χρήματα για να ξεπληρώσουν το χρέος τους;
Η λύση που βρήκαν οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί το Μάρτη του 1980 ήταν τα λεγόμενα «προγράμματα δομικής αναπροσαρμογής» κατά τα οποία τα δάνεια που δίνονταν στις χώρες του «τρίτου κόσμου» έπρεπε να συνοδεύονταν από κάποιες δεσμεύσεις για τις χώρες δανειολήπτες: υψηλά επιτόκια, μείωση της δυνατότητας ελέγχου των τιμών, μείωση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία και φυσικά ιδιωτικοποιήσεις. Αυτή ήταν η θεραπεία που βρήκε ο ιμπεριαλισμός γα τις υποανάπτυκτες χώρες. Είναι σαν να πάσχει κάποιος από υποσιτισμό και ο γιατρός να του προτείνει αυστηρή δίαιτα!
Το ΔΝΤ δεν είχε κάποιο πραγματικό ενδιαφέρον για τους λαούς του «τρίτου κόσμου». Αυτό που προσπάθησε εν ολίγοις να κάνει ήταν από τη μία να αυξήσει τις εξαγωγές σε αυτές τις χώρες ως μέσο αποπληρωμής των δανείων και από την άλλη να μειώσει τους δασμούς τους και τα μέτρα προστατευτισμού απέναντι στα προϊόντα των ιμπεριαλιστικών χωρών.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Φιλιππίνων. Το 1981 δόθηκε στη χώρα ένα δάνειο το οποίο προϋπέθετε τη μείωση της φορολογίας στα ξένα προϊόντα. Τα προϊόντα των βιομηχανικά ανεπτυγμένων χωρών έγινα με αυτό τον τρόπο πολύ πιο ανταγωνιστικά από τα ντόπια προϊόντα.
Το 1982 η αποπληρωμή των δανείων ως ποσοστό επί του συνόλου του προϋπολογισμού εκτοξεύθηκε από 19% σε 57%, ενώ παράλληλα είχαμε μία κατάρρευση των επενδύσεων από 19,3% σε 4,4%.
Τα προγράμματα αυτά λοιπόν είχαν σαν κεντρικό στόχο να δημιουργήσουν ένα επικερδές περιβάλλον για τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Γιατί ενώ αυτές οι χώρες είχαν καταργήσει κάθε μέτρο προστατευτισμού απέναντι στις ανεπτυγμένες χώρες αναγκάζονταν να εξάγουν κύρια στις ΗΠΑ, την ΕΕ και την Ιαπωνία, χώρες στις οποίες υπάρχουν ισχυρά προστατευτικά μέτρα. Ο μόνος τρόπος που απέμενε στις χώρες του «τρίτου κόσμου» να κάνουν πιο ανταγωνιστική την οικονομία τους ήταν να συμπιέσουν το ήδη πολύ χαμηλό μεροκάματο των εργατών.
Μπορούμε επίσης να αναφερθούμε σε ένα άλλο παράδειγμα, αυτό της Αϊτής το 1995. Η κυβέρνηση της χώρας αρνήθηκε να δεχτεί δάνεια που πρόσφερε – με προϋποθέσεις – η Παγκόσμια Τράπεζα, αφού πίστευε ότι δεν θα ήταν σε θέση να εφαρμόσει της πολιτικές που συνδέονταν με το δάνειο. Αμέσως πάγωσε η χορήγηση ενός ζωτικής σημασίας δανείου 4,5 εκατομμυρίων δολαρίων σαν μέσο πίεσης για να δεχτεί η κυβέρνηση τα δάνεια που της πρότεινε η Παγκόσμια Τράπεζα.
Αυτές οι πολιτικές εφαρμόστηκαν επίσης στην Κόστα Ρίκα, στην Ινδονησία, στο Μαλάουι στη Σομαλία και σε πολλές άλλες χώρες. Χώρες όπως το Μεξικό και οι Φιλιππίνες μετατράπηκαν από χώρες αυτάρκεις σε τρόφιμα, σε χώρες που εξαρτώνται από την εισαγωγή τροφίμων.
Οι επιπτώσεις αυτών των πολιτικών στη Ζιμπάμπουε είναι ένα ξεκάθαρο παράδειγμα για το πώς ο ιμπεριαλισμός καταστρέφει τις ντόπιες οικονομίες! Το 1990 το ΔΝΤ και η παγκόσμια τράπεζα εφάρμοσαν προγράμματα δομικής αναπροσαρμογής στη χώρα. Για να πληρώσουν τους τόκους που προσθέτονταν στα χρέη της χώρας, η κυβέρνηση προχώρησε σε δραστικές περικοπές σε Παιδεία και Υγεία. Επίσης οι κρατικές επιδοτήσεις στα βασικά ήδη διατροφής σταμάτησαν. Το αποτέλεσμα; Ο λαός άρχισε να πεινάει. Μέχρι το 1997 η χώρα πλήρωνε 7 φορές για την αποπληρωμή των δανείων ή πιο σωστά για την πληρωμή των τόκων των δανείων παραπάνω απ’ ότι για Παιδεία και την Υγεία μαζί. Η σημερινή κατάσταση στη χώρα είναι άμεση αντανάκλαση των επιπτώσεων που είχαν αυτές οι πολιτικές στη χώρα.