Ατολμία μπροστά στους ιδιωτικούς τραπεζικούς κολοσσούς
Στον κρίσιμο τομέα του τραπεζικού συστήματος σύμφωνα με τα «15 σημεία» ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει την «Συγκρότηση κρατικού πόλου παρέμβασης στο τραπεζικό σύστημα, με πυλώνες την Εθνική Τράπεζα, την ΑΤΕ και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, που περνούν σε απόλυτο δημόσιο έλεγχο και ιδιοκτησία.» Σε μια περίοδο κατά την οποία κάτω από την πίεση της κρίσης οι αστικές κυβερνήσεις προβαίνουν σε κρατικοποιήσεις τραπεζών, εμφανιζόμενες αποφασισμένες να κρατικοποιήσουν αν χρειαστεί ακόμα και το σύνολο του τραπεζικού τους συστήματος, μια αριστερή ηγεσία που προτείνει απλά τη δημιουργία «ενός κρατικού πυλώνα παρέμβασης» στο τραπεζικό σύστημα υπολείπεται σε τόλμη ακόμα και από τους αστούς.
Η αμέσως επόμενη θέση φαντάζει πιο ριζοσπαστική, αλλά στη πραγματικότητα δεν είναι : «Εθνικοποίηση, χωρίς αποζημίωση, κάθε Τράπεζας, που αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις και τους καταθέτες – καταθέτριές της και χρειάζεται Κρατική στήριξη.» Σχετικά με το ζήτημα της μη αποζημίωσης έχει γίνει αρκετή συζήτηση. Για κάποιες από τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ το πέρασμα αυτής της θέσης εμφανίστηκε ως μια μεγάλη νίκη. Στην πραγματικότητα είναι απλά ένα «χρύσωμα του χαπιού» για την αποδοχή ενός ρεφορμιστικού προγράμματος. Οι αστικές κυβερνήσεις, όπως ήδη δείχνει το παράδειγμα της Ιρλανδίας και της Ισλανδίας, εθνικοποιώντας ζημιογόνες τράπεζες σε συνθήκες κρίσης, σε πολλές περιπτώσεις, είτε δεν πρόκειται να αποζημιώσουν τους μετόχους τους, είτε θα δώσουν συμβολικές αποζημιώσεις. Το ζήτημα των αποζημιώσεων αυτό καθεαυτό δεν είναι το κρίσιμο ζήτημα. Σε αυτό το ζήτημα πρέπει να προτείνουμε να δίνεται αποζημίωση μόνο στους μικρομετόχους και μόνο όταν αποδεδειγμένα έχουν ζημιωθεί.
Το πιο κρίσιμο ζήτημα δεν είναι όμως οι αποζημιώσεις, αλλά το αν θα πρέπει να περάσουν κάτω από κρατική ιδιοκτησία μόνο οι ζημιογόνες τράπεζες όπως προτείνεται στα 15 σημεία. Γιατί στην πραγματικότητα, οι κρατικοποιήσεις που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν προς όφελος των εργαζόμενων είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα εκείνες των ισχυρών, κερδοφόρων τραπεζών. Αλλά πέρα από τις 2-3 τράπεζες – «κρατικούς πυλώνες» η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προτείνει να κρατικοποιηθούν μόνο όσες είναι ζημιογόνες. Οι κερδοφόρες τράπεζες «που μπορούν να εξυπηρετούν τις υποχρεώσεις και τους καταθέτες τους» πρέπει δηλαδή να αφήνονται να ληστεύουν την εργαζόμενη κοινωνία ανενόχλητες… Ποιος σοβαρός αστός δεν θα συμφωνούσε σήμερα με κάτι τέτοιο;
«Αντι-νεοφιλελεύθερες» κρατικοποιήσεις περιορισμένου εύρους
Μήπως όμως με τη φράση «αύξηση των δημόσιων επενδύσεων» που όπως προαναφέραμε χρησιμοποίησε στη συνέντευξη παρουσίασης των 15 σημείων η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εννοεί μια αυξανόμενη παρουσία του κράτους στην οικονομία, που εγκαθιδρύοντας το κρατικό μονοπώλιο στους βασικούς κλάδους της οικονομίας, θα δημιουργήσει τις βάσεις για τον σοσιαλιστικό σχεδιασμό της οικονομίας; Στη συνέντευξη παρουσίασης των 15 σημείων, τις όποιες τέτοιες υποψίες τις ξεκαθάρισε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέκος Αλαβάνος : Ερώτηση δημοσιογράφου : «Στο σημείο 3 μιλάτε για κρατικά μονοπώλια;» Αλ. Αλαβάνος : «Εμείς ζητάμε έναν ισχυρό δημόσιο τομέα. Δεν μιλάμε για μονοπώλια…»(πηγή : www.syriza.gr). Με τον πιο επίσημο τρόπο ξεκαθαρίζεται λοιπόν ότι η μονοπώληση από το κράτος των βασικών τομέων της οικονομίας, απαραίτητη θέση για όσους αληθινά υπερασπίζουν την άποψη ότι ο σοσιαλισμός είναι επίκαιρος, δεν είναι μέσα στις προθέσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Το σημείο 3 δίνει μια καθαρή εικόνα για την έκταση και το είδος των κρατικοποιήσεων που προτείνει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ : «Να επανέλθουν υπό δημόσια ιδιοκτησία και κοινωνικό έλεγχο όλες οι Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί στους τομείς της Ενέργειας, των Τηλεπικοινωνιών, των Υδάτινων πόρων – ύδρευσης και των Μεταφορών, χωρίς αποζημίωση των μεγαλομετόχων. Δημιουργία κοινωνικού φορέα ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών με ευθύνη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του Κράτους. Ανάκτηση του δημόσιου ελέγχου και ιδιοκτησίας των υποδομών της χώρας (λιμάνια, αεροδρόμια, μαρίνες, δρόμοι, τουριστικές εγκαταστάσεις κλπ), που έχουν παραχωρηθεί ή ξεπουληθεί σε ιδιώτες και ελληνικές και ξένες πολυεθνικές επιχειρήσεις χωρίς αποζημίωση. Ακύρωση των ΣΔΙΤ και των συμβάσεων παραχώρησης.» Με εξαίρεση τον κοινωνικό φορέα ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών «με ευθύνη» του κράτος και της Τ.Α, στον οποίο παρ’ όλα αυτά δεν διευκρινίζεται ποιο θα είναι συγκεκριμένα το ιδιοκτησιακό καθεστώς, οι υπόλοιπες αλλαγές στους αναφερόμενους τομείς σχετικά με το ζήτημα της ιδιοκτησίας, θα οδηγήσουν σε γενικές γραμμές στην κατάσταση την οποία είχαμε στην οικονομία στις αρχές τις δεκαετίας του 1990. Κάτι τέτοιο ασφαλώς δεν μπορεί να διεκδικεί δάφνες ριζοσπαστισμού. Για παράδειγμα με βάση αυτές τις προτάσεις, τα συμφέροντα των μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών που ελέγχουν ένα πολύ μεγάλο μέρος των τηλεπικοινωνιών (ιδιωτικές εταιρείες κινητής τηλεφωνίας) και συγκοινωνιών (αεροπορικές εταιρείες, ΚΤΕΛ) δεν τίθενται σε αμφισβήτηση.
Το εύρος των κρατικοποιήσεων που προτείνει λοιπόν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κάθε άλλο παρά είναι αυτό που επιβάλλεται για να ασκηθεί πολιτική «σε όφελος των εργαζομένων και της κοινωνίας» όπως υποστηρίζει. Περιορίζοντάς τις κρατικοποιήσεις μόνο σε ορισμένες επιχειρήσεις 4-5 κλάδων τις οικονομίας δεν πρόκειται να λυθεί ουσιαστικά κανένα πρόβλημα των εργαζόμενων. Η πηγή της κρίσης όπως ήδη αναφέραμε, βρίσκεται στην παραγωγή. Είναι αδιανόητο την ώρα που στη βιομηχανία ετοιμάζονται χιλιάδες απολύσεις και μια μεγάλη ποσότητα χρήσιμων μέσων παραγωγής προορίζονται να τεθούν σε αχρηστία, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ να εξαιρεί ουσιαστικά τον κύριο όγκο της βιομηχανίας από τις κρατικοποιήσεις.
Το πιο αποφασιστικό ζήτημα : ποιο κράτος θα κάνει τις κρατικοποιήσεις;
Όμως από μόνο του το εύρος των κρατικοποιήσεων, σε τελική ανάλυση δεν είναι το πιο αποφασιστικό ζήτημα. Σε πολλές περιπτώσεις στα χρονικά του καπιταλισμού, οι αστοί εθνικοποίησαν μεγάλες επιχειρήσεις, στον τραπεζικό τομέα, στις μεταφορές, τις τηλεπικοινωνίες, την ενέργεια, τις υποδομές κ.α λόγω του υψηλού κόστους λειτουργίας τους. Κρατικοποιήσεις στην Ελλάδα έκανε και η Ν.Δ του Κ. Καραμανλή στα τέλη της δεκαετίας του 1970 επεκτεινόμενη μάλιστα και σε άλλους τομείς από αυτούς που προτείνει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα (π.χ ναυπηγεία), χωρίς φυσικά να περνά στην Ιστορία σαν μια ριζοσπαστική αριστερή κυβέρνηση. Γιατί το πιο αποφασιστικό ζήτημα είναι το είδος των ταξικών συμφερόντων που εκφράζει το κράτος που έχει υπό τον έλεγχό του μια επιχείρηση. Έτσι ο γενικός κανόνας είναι οι κρατικοποιήσεις που πραγματοποιεί το υπάρχουν αστικό κράτος να λειτουργούν προς όφελος της σταθεροποίησης του συστήματος και των μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών με τις οποίες συναλλάσσονται οι κρατικοποιημένες επιχειρήσεις. Σήμερα για παράδειγμα βλέπουμε τη ΔΕΗ που διοικείται από το μεγαλομέτοχο-κράτος, λειτουργώντας προς όφελος των μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών, να ζημιώνεται κάθε χρόνο με το ποσό των 80-90 εκατ. ευρώ προς όφελος της «ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ της ΕΛΛΑΔΟΣ» εξαιτίας των συμφωνιών που έχουν υπογραφεί.
Ο Ένγκελς έγραφε στο «Αντί Ντύρινγκ» : «Η αστική τάξη αυτό που κατάφερε σε σχέση με το φεουδαρχικό σύστημα ήτανε : η συγκέντρωση των ως τότε διασκορπισμένων μέσων παραγωγής μέσα σε μεγάλα εργαστήρια και με αυτό τον τρόπο την μετατροπή τους από μεγάλα εργαστήρια σε κοινωνικά. Ωστόσο συμπλήρωσε «το κοινωνικό προϊόν το ιδιοποιείται ο ατομικός καπιταλιστής.» Αυτό αποτελεί την βασική αντίφαση του καπιταλιστικού συστήματος από την οποία απορρέουν οι οικονομικές κρίσεις, η ακρίβεια και η ανεργία, που για το ξεπέρασμά τους τίθεται το καθήκον τα μέσα παραγωγής να περάσουν στον έλεγχο της κοινωνίας. Ο Ένγκελς εξηγεί ότι αυτό μπορεί να γίνει ως εξής : «Το προλεταριάτο καταλαμβάνει την κρατική εξουσία και μετατρέπει τα μέσα παραγωγής σε ιδιοκτησία του κράτους. Και με αυτό τον τρόπο παύει να είναι προλεταριάτο, καταργεί όλες τις ταξικές αντιθέσεις και διαφορές και συνεπώς το κράτος σαν κράτος.»
Το κύριο ζήτημα λοιπόν είναι σε τελική ανάλυση ποια τάξη είναι στην εξουσία. Παρ’ όλα αυτά και οι ίδιες οι κρατικοποιήσεις που πραγματοποιεί το αστικό κράτος υποδηλώνουν από τη μια πλευρά τον κοινωνικό χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων και από την άλλη το πόσο περιττή είναι η αστική τάξη για την διαδικασία της παραγωγής, αφού όλες τις διευθυντικές λειτουργίες τις εκτελούν πλέον πληρωμένοι κρατικοί υπάλληλοι.
Το δίλλημα δεν πρέπει να τεθεί με τον τρόπο που το θέτει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στα 15 της σημεία, δηλαδή «μεγαλύτερη ή μικρότερη κρατική παρέμβαση». Οι συνεπείς σοσιαλιστές πρέπει να είναι υπέρ μιας μεγάλης κρατικής παρέμβασης, μιας παρέμβασης δηλαδή που θα αγκαλιάσει όλους τους ζωτικούς τομείς της οικονομίας και της παραγωγής. Μόνο που αυτή η κρατική παρέμβαση θα γίνεται από ένα εργατικό κράτος, που θα αποτελείται από την πλειοψηφία των εργαζόμενων και θα λειτουργεί με κριτήριο το γενικό συμφέρον της κοινωνίας κι όχι τα συμφέροντα των μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών.
Κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας
Ο καλύτερος όρος για να αποδοθεί η ουσία της οικονομικού προγράμματος των σοσιαλιστών είναι ο όρος κοινωνικοποίηση. Οι αστικές κυβερνήσεις κάτω από την απειλή της κρίσης, θα κάνουν σωρηδόν κρατικοποιήσεις, στοχεύοντας να φορτώσουν τις ζημιές των καπιταλιστών στους φορολογούμενους και όταν περάσει η κρίση να επιστρέψουν τις επιχειρήσεις σε αυτούς που τις ζημίωσαν, αλλά και επίσης στην προσπάθειά τους να μετριάσουν όσο γίνεται τις επιπτώσεις τις κρίσης (μαζική φτώχεια και ανεργία) από το φόβο της επανάστασης. Αυτές οι κρατικοποιήσεις δεν πρόκειται να προσφέρουν μακροπρόθεσμα τίποτα ουσιαστικό στους εργαζόμενους. Θα είναι σε τελική ανάλυση κρατικοποιήσεις προς το συμφέρον της άρχουσας τάξης και του συστήματός της. Ο δικός μας στόχος, ο στόχος της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, πρέπει να είναι οι κοινωνικοποιήσεις, δηλαδή η ριζική και όχι τυπική αλλαγή του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος, ενταγμένη σε ένα πρόγραμμα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της οικονομίας, με τους εργαζόμενους στο τιμόνι του κράτους να εξασφαλίζουν ότι αυτές οι επιχειρήσεις θα λειτουργούν προς όφελος της κοινωνίας.
Οι ρεφορμιστές ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ θα μας αντιτείνουν πιθανά ότι ένα γενικό πλάνο κοινωνικοποιήσεων δεν είναι εφικτό να εφαρμοστεί σήμερα στην οικονομία γιατί η κρίση δεν έχει ακόμα πάρει μεγάλες διαστάσεις, αλλά και γιατί δεν είναι ακόμα «ώριμοι» να το αποδεχτούν οι εργαζόμενοι. Αυτό είναι λάθος. Μια ματιά στους βασικούς κλάδους της οικονομίας δείχνει ότι ό ένας μετά τον άλλο μπαίνει ταχύτατα σε κρίση. Αν θέλουμε να σωθούν οι εργαζόμενοι από την μαζική φτώχεια και την ανεργία, αλλά και να μην καταστραφεί ο χρήσιμος για την κοινωνία πλούτος, πρέπει από τώρα να θέσουμε τις κοινωνικοποιήσεις στο επίκεντρο της πάλης του εργατικού κινήματος. Αλλά και η «πολιτική ωριμότητα» των εργαζόμενων πάνω στο έδαφος της κρίσης μεταβάλλεται με ταχύτατο τρόπο. Η συνείδησή τους μέρα με τη μέρα κάνει άλματα στο φως της εμπειρίας από ένα σύστημα που νομοτελειακά τους επιφυλάσσει τη φτώχεια και την ανεργία. Σήμερα οι εργαζόμενοι είναι έτοιμοι και να ακούσουν, αλλά και να αποδεχθούν την ιδέα της κοινωνικοποίησης των βασικών μοχλών της οικονομίας. Δυστυχώς αυτοί που δεν είναι έτοιμοι να την αποδεχτούν είναι οι ρεφορμιστές, που ανεξάρτητα από την φάση στην οποία βρίσκεται ο καπιταλισμός και η εργατική συνείδηση, δεν την πίστεψαν ποτέ, έχοντας περισσότερη πίστη ότι μπορεί το καπιταλιστικό σύστημα να «ρυθμιστεί», ακόμα και από τους ίδιους τους αστούς.
Σε διάψευση της κινδυνολογίας των αστών για την πρόθεση των μαρξιστών να καταπνίξουν την «ιδιωτική πρωτοβουλία», όταν οι μαρξιστές κάνουμε λόγο για κοινωνικοποιήσεις δεν προτείνουμε να κοινωνικοποιηθούν οι δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεων που υπάρχουν στη χώρα. Δεν προτείνουμε να περάσει στα χέρια του κράτους κάθε μικρομάγαζο και βιοτεχνία. Αυτό θα ήταν ένας τυχοδιωκτισμός δίχως ουσιαστικό λόγο. Η θέση που πρέπει να μπει στο πρόγραμμα της Αριστεράς σήμερα είναι η κοινωνικοποίηση των 150 περίπου μεγάλων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, δηλαδή αυτών που σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ και της Τράπεζας της Ελλάδας ελέγχουν αθροιστικά περίπου τα 2/3 του εθνικού προϊόντος και παίζουν κυρίαρχο ρόλο στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας, στο εμπόριο, στις υπηρεσίες και τις κατασκευές. Αυτές οι επιχειρήσεις είναι στην πραγματικότητα ένα πολύ μικρό ποσοστό στο σύνολο των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Η κοινωνικοποίησή τους είναι στην πραγματικότητα μονόδρομος και για τη σωτηρία εκατοντάδων χιλιάδων μικροεπιχειρηματιών που συντρίβονται από τον άνισο ανταγωνισμό με τα μονοπώλια. Χρειάζεται να υπογραμμίσουμε ότι οι μικροϊδιοκτήτες δεν υπάρχει ανάγκη να απαλλοτριωθούν. Αυτή η τάξη θα τραβηχτεί σιγά-σιγά στη σφαίρα της νέα κοινωνικής οργάνωσης μέσα από το έμπρακτο παράδειγμα της υπεροχής της σχεδιασμένης οικονομίας.
Πιο συγκεκριμένα πρέπει να διεκδικήσουμε :
– Κοινωνικοποίηση των μεγάλων βιομηχανιών που ελέγχουν το 80% της εθνικής παραγωγής, καρπώνονται το 70-80% των πιστώσεων και των κερδών και καταλαμβάνουν το ίδιο ποσοστό των εξαγωγών, διαμορφώνοντας ουσιαστικά τις τιμές, το εμπορικό ισοζύγιο, ένα μεγάλο τμήμα της απασχόλησης, ελέγχοντας ουσιαστικά την οικονομική ζωή της χώρας. Συγκέντρωση αυτών των βιομηχανιών σε ενιαίους φορείς κατά κλάδο παραγωγής για να σχεδιαστεί ευκολότερα η οικονομία προς όφελος της κοινωνίας.
– Κοινωνικοποίηση του συνόλου του τομέα των μεταφορών, των συγκοινωνιών, της ύδρευσης, της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, του ορυκτού πλούτου, των υποδομών και των κατασκευών με τη δημιουργία ενιαίων μονοπωλιακών κρατικών κοινωφελών οργανισμών. Η κοινωνικοποίηση αυτών των τομέων είναι απαραίτητη για να εξοικονομηθούν πόροι για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής, να μειωθεί το κόστος παραγωγής, να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της λαϊκής στέγης, να γίνουν φθηνά και χρήσιμα δημόσια έργα. Θα δημιουργηθεί μια πανίσχυρη βάση για το σχεδιασμό του συνόλου της οικονομίας προς όφελος της κοινωνίας.
– Κοινωνικοποίηση των τομέων της Κοινωνικής Ασφάλισης, της Υγείας και της Παιδείας με πλήρη εξάλειψη των ιδιωτικών συμφερόντων που μετατρέπουν σε προνόμιο το δικαίωμα στην υγειονομική περίθαλψη και την Εκπαίδευση.
– Κοινωνικοποίηση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και απόδοσή τους για ελεύθερη χρήση στις κάθε είδους ενώσεις των εργαζόμενων πολιτών.
– Κοινωνικοποίηση του τραπεζικού και πιστωτικού συστήματος. Είναι αδύνατο να αντιμετωπιστούν τα ιδιωτικά μονοπώλια και η καπιταλιστική αναρχία αν οι τράπεζες αφήνονται στα χέρια των παρασίτων που λέγονται καπιταλιστές. Για να δημιουργηθεί ένα ενιαίο ορθολογικό σχέδιο επένδυσης και πίστης στην υπηρεσία της εργαζόμενης κοινωνίας, είναι αναγκαίο να δημιουργήσουμε, όχι έναν μειοψηφικό «κρατικό πυλώνα τραπεζών» όπως προτείνει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να συγχωνέψουμε όλες τις τράπεζες σε μια ενιαία κρατική τράπεζα. Μόνο αυτή η λύση μπορεί να εξασφαλίσει τις καταθέσεις και τις οικονομίες των απλών ανθρώπων και την παροχή των αναγκαίων φθηνών πιστώσεων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά που τις έχουν ανάγκη. Η ενιαία κρατική τράπεζα θα είναι ικανή να δημιουργήσει πολύ πιο ευνοϊκούς όρους για τους μικρούς καταθέτες απ’ ότι οι ιδιωτικές τράπεζες. Μόνο η κρατική τράπεζα μπορεί να εγκαθιδρύσει για τους μικροκτηματίες και τους μικρέμπορους συνθήκες ευνοϊκές, δηλαδή φτηνή πίστη. Ταυτόχρονα πρέπει να κοινωνικοποιηθούν και οι ασφαλιστικές εταιρείες με τη δημιουργία μιας ενιαίας κρατικής ασφαλιστικής εταιρείας.
Πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι η κοινωνικοποίηση ή η εθνικοποίηση όπως αναφέρεται στο κείμενο των 15 σημείων της οποιασδήποτε τράπεζας σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει και κρατικοποίηση των καταθέσεων. Αυτό αν δεν διευκρινιστεί συνιστά ένα ευαίσθητο θέμα πάνω στο οποίο είναι σίγουρο ότι θα σπεκουλάρει και θα κινδυνολογήσει η αντίδραση.
– Απαλλοτρίωση της μεγάλης ιδιοκτησίας γης και οργάνωση μεγάλων σύγχρονων καλλιεργειών κρατικής ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης. Παροχή κινήτρων για την εθελοντική συνένωση των αγροτών μικροϊδιοκτητών σε συνεταιρισμούς, που θα πάρουν στα χέρια τους τη διάθεσή των προϊόντων τους για κατανάλωση, χωρίς μεσάζοντες.
– Κοινωνικοποίηση του εξωτερικού εμπορίου και των μεγάλων εμπορικών εταιρειών. Αυτό το ζήτημα έχει καθοριστική σημασία. Αν το μεγάλο εμπόριο μείνει στα χέρια των αστών δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της κερδοσκοπικής ακρίβειας. Ελέγχοντας το εμπόριο οι καπιταλιστές μπορούν να σαμποτάρουν τις εξαγωγές. Μπορούν επίσης να εισάγουν υποτιμολογημένα εμπορεύματα για να σαμποτάρουν την κοινωνικοποιημένη βιομηχανία.
Ασφαλώς αυτό το πρόγραμμα κοινωνικοποιήσεων μπορεί να υλοποιηθεί μόνο από μια εργατική σοσιαλιστική κυβέρνηση. Μέχρι όμως μια τέτοια κυβέρνηση να ανέβει στην εξουσία και να εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα, η Αριστερά και το εργατικό κίνημα πρέπει να παλεύει έτσι ώστε κάθε μεγάλη επιχείρηση που κλείνει ή απολύει σήμερα, να κρατικοποιείται για να διατηρηθούν σε λειτουργία επιχειρήσεις που αύριο θα είναι πολύτιμοι κρίκοι στην αλυσίδα μιας κοινωνικοποιημένης σχεδιασμένης οικονομίας.
Το εκτεταμένο πρόγραμμα κοινωνικοποιήσεων που αναφέραμε πιο πάνω είναι το φυσικό και απαραίτητο συμπλήρωμα των σωστών θέσεων οι οποίες υπάρχουν στα σημεία 12 και 14 για την Αγροτική Οικονομία, τους ΕΒΕ και τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις. Διότι, πιο συγκεκριμένα, δεν μπορούν να γίνουν εφικτά τα μέτρα όπως «Στήριξη των μικρομεσαίων αγροτών και κτηνοτρόφων με τις τιμές των προϊόντων, διάθεση με ευνοϊκούς όρους μηχανημάτων, εφοδίων και καλλιεργητικών μέσων» αν δεν κοινωνικοποιηθεί η βιομηχανία που παράγει τα αναγκαία μέσα υποστήριξης της αγροτικής καλλιέργειας (τρακτέρ, λιπάσματα κ.λ.π). Δεν μπορεί να πέσει το κόστος παραγωγής αν δεν κοινωνικοποιηθεί το εξωτερικό εμπόριο για να διατίθενται στους αγρότες σε φθηνές τιμές τα αναγκαία μέσα για την καλλιέργεια που δεν παράγονται στην Ελλάδα. Δεν μπορούμε να πάρουμε «Ειδικά μέτρα ανακούφισης των αγροτών και κτηνοτρόφων από τα χρέη» και να βάλουμε «ένα πλήρες και οριστικό τέλος στους τόκους υπερημερίας (πανωτόκια)» αν αφήσουμε τις τράπεζες στα χέρια των καπιταλιστών και αν δεν δημιουργήσουμε ένα ενιαίο κοινωνικοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Όμοια, χωρίς την κοινωνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν είναι δυνατό να γίνει η προώθηση «μιας νέας στρατηγικής στήριξης των μικρομεσαίων και ιδιαίτερα των πολύ μικρών, ατομικών και οικογενειακών επιχειρήσεων».
Το ζήτημα των κοινωνικοποιήσεων όμως δεν εξαντλείται σε μια αλλαγή στο νομικό καθεστώς της ιδιοκτησίας. Έχει ένα βαθύτερο περιεχόμενο. Αυτό που πρέπει εμφατικά να τονιστεί είναι ότι δεν γίνεται να υπάρξουν αληθινές κοινωνικοποιήσεις χωρίς εργατικό έλεγχο και εργατική διαχείριση. Ο εργατικός έλεγχος είναι ο αναγκαίος όρος για την προετοιμασία και την επιβολή ενός προγράμματος κοινωνικοποιήσεων, ενώ η εργατική διαχείριση είναι το αναγκαίο θεμέλιο πάνω στο οποίο θα στηριχθεί η λειτουργία των κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων.
Εργατική διαχείριση ή «συμμετοχή στις διοικήσεις»;
Το εργατικό κίνημα επιβάλλοντας τον εργατικό έλεγχο στις επιχειρήσεις και παράλληλα παλεύοντας για κοινωνικοποιήσεις των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, πρέπει να θέσει το ζήτημα της εργατικής διαχείρισης κάνοντας την αρχή από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που έκλεισαν με την κρίση. Αναπόφευκτα, μέσα από την ανάπτυξη της πάλης για κοινωνικοποιήσεις, ο εργατικός έλεγχος θα παραχωρήσει τη θέση του στην άμεση εργατική διοίκηση των επιχειρήσεων που θα κοινωνικοποιούνται.
Το «επιχείρημα» ότι οι εργαζόμενοι δεν έχουν γνώσεις για να διοικήσουν τις επιχειρήσεις είναι λαθεμένο. Οι καπιταλιστές έχουν ένα ολόκληρο επιτελείο από υπαλλήλους και ειδικούς, που διευθύνουν για λογαριασμό τους. Όμοια, η εργαζόμενοι μέσα από τα δημοκρατικά τους όργανα, θα συνεργαστούν με αφοσιωμένους στην υπόθεση του σοσιαλισμού ειδικούς, ελέγχοντάς τους δημοκρατικά, εξασφαλίζοντάς τους ένα βιοτικό επίπεδο απαλλαγμένο από το άγχος της ανεργίας και τις σημερινές απάνθρωπες εργασιακές σχέσεις του καπιταλισμού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λειτουργίας οι εργαζόμενοι θα αποφασίζουν λαμβάνοντας υπόψη την γνώμη των ειδικών. Αυτοί που θα διευθύνουν όμως θα είναι οι εργαζόμενοι και όχι οι ειδικοί. Το παράδειγμα των γραφειοκρατικά παραμορφωμένων εργατικών κρατών του 20ου αιώνα έδειξε ότι είναι εντελώς αδύνατο μια ομάδα ειδικών να διευθύνουν από τα πάνω την παραγωγή σε κάθε τομέα της βιομηχανίας και της οικονομίας. Μόνο οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που σαν παραγωγοί και σαν καταναλωτές συμμετέχουν σε κάθε στάδιο της οικονομικής δραστηριότητας και σε κάθε κλάδο της παραγωγής, μπορούν να διευθύνουν και να αναπτύξουν την οικονομία προς όφελος της κοινωνίας.
Ποια είναι όμως η στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο ζήτημα της εργατικής διαχείρισης; Στο σημείο 3 προτείνεται «η Θεσμοθέτηση και κατοχύρωση του κοινωνικού ρόλου και ελέγχου των εργαζομένων και των Συνδικάτων τους, στις Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμούς (ΔΕΚΟ)» και η θέση αυτή επεξηγείται ως εξής : «Οι εθνικοποιήσεις που αγωνιζόμαστε δεν αφορούν μόνο τους τίτλους ιδιοκτησίας, αλλά και την αλλαγή της διάρθρωσης των δημοσίων επιχειρήσεων με τη συμμετοχή των εργαζομένων στη λήψη των αποφάσεων και με τον κοινωνικό έλεγχο, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις αυτές να μην υπηρετούν την καπιταλιστική συσσώρευση, αλλά τις κοινωνικές ανάγκες.» Εδώ έχουμε να κάνουμε δύο θεμελιώδεις παρατηρήσεις. Ας υποθέσουμε ότι αυτή η θολή φράση «συμμετοχή των εργαζόμενων στη λήψη των αποφάσεων» έχει το περιεχόμενο της εργατικής διαχείρισης όπως την εξηγήσαμε παραπάνω. Τότε αυτού του είδους το καθεστώς σύμφωνα με τα 15 σημεία θα ισχύει σε μια μικρή μόνο κατηγορία μεγάλων επιχειρήσεων, περίπου στα όρια των πρώην ΔΕΚΟ. Δεν θα ισχύει στην βαριά βιομηχανία και το υπόλοιπο σώμα της βιομηχανίας, δεν θα ισχύει στις μεγάλες κατασκευαστικές και εμπορικές επιχειρήσεις, δεν θα ισχύει για το μεγάλο τμήμα του τραπεζικού συστήματος. Ταυτόχρονα δεν υπάρχει καμία πρόνοια για εργατικό έλεγχο στις μη δημόσιες επιχειρήσεις ή έστω η αναφορά στην προοπτική εφαρμογής του.
Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με αυτή καθ’ αυτή τη φράση «συμμετοχή των εργαζόμενων στη λήψη των αποφάσεων,» η οποία ουσιαστικά δεν λέει τίποτα. Αυτό που πρέπει με σαφήνεια να απαντηθεί είναι από ποιους θα αποτελείται η διοίκηση και πως θα λειτουργεί. Η εμπειρία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας 1980 και των μεταπολεμικών σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων στη Δυτική Ευρώπη έδειξε ότι τα Διοικητικά Συμβούλια των κρατικών επιχειρήσεων και οργανισμών δεν πρέπει να αποτελούνται από μόνιμους, διορισμένους, ανεξέλεγκτους από τους εργάτες, καλοπληρωμένους τεχνοκράτες. Τέτοιες διοικήσεις δεν μπορούν να υπηρετήσουν με συνέπεια τις κοινωφελείς ανάγκες καθώς θα τείνουν να υποτάσσουν τις επιχειρήσεις και τους κρατικούς οργανισμούς στα καπιταλιστικά και στα ιδιοτελή τους συμφέροντα. Ο χαρακτήρας τέτοιων διοικήσεων δεν αλλάζει αν συμμετέχουν σε αυτές μειοψηφικά κάποιοι εκπρόσωποι των εργαζομένων.
Η διοικήσεις στις κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις και οργανισμούς πρέπει να αποτελούνται κατά 1/3 από εργαζόμενους της επιχείρησης, 1/3 από τους εργαζόμενους καταναλωτές (Συνδικάτα, Αγροτικούς συλλόγους, Τοπική Αυτοδιοίκηση) και 1/3 από τους εκπροσώπους της Εργατικής κυβέρνησης. Οι αντιπρόσωποι αυτοί πρέπει να εκλέγονται με χρονιάτικη θητεία να είναι ανακλητοί από την γενική συνέλευση των εργαζόμενων της επιχείρησης και να αμείβονται με μισθό ίσο με αυτόν του ειδικευμένου εργάτη.
Οι εργαζόμενοι ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για τις επιχειρήσεις από ότι οι σημερινοί ιδιοκτήτες τους, ενώ οι καπιταλιστές υποτάσσουν τη βιωσιμότητα της επιχείρησης στην ακόρεστη ανάγκη για ατομικό κέρδος. Ο δημοκρατικός έλεγχος της διοίκησης από τους εργαζόμενους θα αποτρέψει κάθε γραφειοκρατική λειτουργία, κάθε στοιχείο σπατάλης και κακοδιαχείρισης. Θα συμβάλει στη δημιουργία ενός αποτελεσματικού και φθηνού κράτους, απαλλαγμένου από τη γραφειοκρατική νοοτροπία που κυριαρχεί σήμερα κι από τη διαφθορά που μαστίζει τα υψηλά κλιμάκια του αστικού κράτους.
Κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία
Για να αντιμετωπιστεί η μεγάλη σημερινή οικονομική κρίση που κάνει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να αναζητεί λύσεις στην πολιτική «αύξησης της ζήτησης», πρέπει να εξαλειφτεί η καπιταλιστική αναρχία. Ο μόνος τρόπος να εκλείψουν οι καπιταλιστικές κρίσεις υπερπαραγωγής είναι να προσαρμοστεί η παραγωγή στις ανάγκες της κοινωνίας. Να σχεδιαστεί η οικονομία με βάση το είδος και την ποσότητα των αγαθών και υπηρεσιών που η κοινωνία χρειάζεται και μπορεί να αφομοιώσει. Ο μόνος που μπορεί να καταγράψει αυτές τις ανάγκες, είναι ο εργαζόμενος λαός μέσα από τις οργανώσεις του, που έχει άμεση επαφή και με την παραγωγή και την κατανάλωση. Μόνο η εγκαθίδρυση μιας σχεδιασμένης οικονομίας που θα στηρίζεται σε κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις μπορεί να εξαλείψει τους παράγοντες που γεννούν της καπιταλιστική κρίση, που είναι η αναρχία της παραγωγής και η ατομική ιδιοποίηση προϊόντων που παράγονται συλλογικά και είναι χρήσιμα για την ανάπτυξη της κοινωνίας.
Δυστυχώς όμως, το αποτελεσματικό φάρμακο για το οριστικό ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης που λέγεται σχεδιασμένη οικονομία, δεν υπάρχει στα «15 σημεία», ούτε σαν υπαινιγμός ή σαν «όραμα», παρότι οι σύντροφοι της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ορκίζονται διαρκώς στην προσήλωση τους στον στρατηγικό στόχο του σοσιαλισμού. Διότι μόνο μέσα από τον σχεδιασμό της οικονομίας μπορεί να κατακτηθεί «μια κοινωνία όπου ο καθένας και η καθεμιά απαλλαγμένοι από την κοινωνική εξαθλίωση θα μπορούν να ζουν με αξιοπρέπεια και ελπίδα για το μέλλον τους και για το μέλλον της νέας γενιάς» όπως αναφέρει η εισαγωγή των «15 σημείων».
Η καπιταλιστική οικονομία είναι άναρχη γιατί το κριτήριο για τις επενδύσεις των καπιταλιστών είναι πάντα το γρήγορο και μέγιστο δυνατό κέρδος και όχι οι κοινωνικές ανάγκες. Με τον κεντρικό σχεδιασμό θα καταστεί δυνατό να γίνονται οι κάθε φορά κοινωνικά αναγκαίες επενδύσεις στην παραγωγή και έτσι θα αναπτυχθεί ταχύτερα η τεχνολογία και η παραγωγικότητα της εργασίας. Η άνοδος της παραγωγικότητας θα δώσει τη δυνατότητα να μειωθούν οι ώρες εργασίας και να γίνει πραγματικότητα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα η 6ωρη ή 5ωρη ημερήσια εργασία που θα σημάνει την απελευθέρωση χρόνου για να ασχολούνται ενεργότερα οι εργαζόμενοι με «τα κοινά» και να καλλιεργήσουν την προσωπικότητά και το πνεύμα τους.
Ο σχεδιασμός της οικονομίας πηγάζει σαν αναγκαιότητα από την ιστορική εμπειρία των παραμορφωμένων εργατικών κρατών του 20ου αιώνα. Χάρις στην ύπαρξη κεντρικού σχεδιασμού έγιναν κατορθωτά τα μεγάλα βήματα προόδου που συντελέστηκαν στα παραμορφωμένα εργατικά κράτη, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση της ΕΣΣΔ. Εκεί από το 1913 μέχρι το 1963 η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 52 φορές, ενώ το ίδιο διάστημα στις ΗΠΑ η αύξηση ήταν 6 φορές και στην Αγγλία μόλις 2. Στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο η χαλάρωση του κεντρικού σχεδιασμού οδήγησε στο φαινόμενο βιομηχανίες του ίδιου κλάδου να ανταγωνίζονται η μια την άλλη. Η εφαρμογή ενός ιδιότυπου καθεστώτος «αυτοδιαχείρισης», με τους εργάτες των εργοστασίων να λειτουργούν σαν ιδιοκτήτες, οδήγησε τα εργοστάσια να παράγουν με κριτήριο το κέρδος. Έτσι η απουσία γνήσιου κεντρικού σχεδιασμού συνετέλεσε στην αποδιοργάνωση της Γιουγκοσλαβικής οικονομίας.
Σχεδιασμένη οικονομία και περιβάλλον
Η αναγκαιότητα του δημοκρατικού σχεδιασμού επιβάλλεται εκτός των άλλων και για να αντιμετωπιστούν τα σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιούργησε ο καπιταλισμός. Με αυτή την έννοια όλα τα αναγκαία μέτρα που προτείνονται για το Περιβάλλον στο σημείο 12 ( «Εθνική Πολιτική για τα δάση, Προστασία του αιγιαλού, συστηματική εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων που θα προλαμβάνουν την κλιματική αλλαγή, στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αποτροπή της υπερεκμετάλλευση των υδάτινων πόρων για ενεργειακούς λόγους, απαγόρευση δόμησης των ελεύθερων χώρων στις αστικές περιοχές, Απαγόρευση της παραγωγής και χρήσης μεταλλαγμένων προϊόντων») είναι αδύνατο να εφαρμοστούν έξω από το πλαίσιο μιας σχεδιασμένης οικονομίας.
Το να μην τίθεται σαν αναγκαία προϋπόθεση για την ζωτική τους εφαρμογή ο στόχος μιας σχεδιασμένης οικονομίας, είναι πρακτικά όχι «μισή δουλειά», αλλά η υπεράσπιση μιας επιζήμιας αυταπάτης. Ένας καπιταλισμός που θα σέβεται το περιβάλλον δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο στη φαντασία των ρεφορμιστών.