Δέκα χρόνια έχουν περάσει από την οικονομική κρίση του 2008. Αυτή ήταν μια καθοριστική χρονιά στην παγκόσμια ιστορία, καθώς σηματοδότησε μια θεμελιώδη αλλαγή στις αντικειμενικές συνθήκες, παρόμοια με τα έτη 1914, 1917, 1929 και 1939-45. Είναι λοιπόν η κατάλληλη στιγμή να κάνουμε τον απολογισμό της δεκαετίας.
Η κρίση ήταν ποιοτικά διαφορετική απ’ όλες τις προηγούμενες. Δεν αποτέλεσε μια συνήθη κυκλική κρίση, αλλά ήταν μια αντανάκλαση της οργανικής κρίσης του καπιταλισμού. Μια δεκαετία μετά το κραχ του 2008, η αστική τάξη ακόμη παλεύει να απαλλαγεί από τις συνέπειες της κρίσης, που κατέστρεψαν την ισορροπία του καπιταλιστικού συστήματος.
Σε ένα μικρό βαθμό μπορούμε τώρα να μιλήσουμε για μια μικρή, μερική ανάκαμψη. Στην πραγματικότητα όμως, αυτή είναι η πιο αδύναμη ανάκαμψη στην παγκόσμια οικονομική ιστορία. Ακόμα και μετά το κραχ του 1929, η ανάκαμψη ήταν μεγαλύτερη. Επομένως, μπορούμε να βγάλουμε πολύ συγκεκριμένα συμπεράσματα από αυτή την κατάσταση.
Δέκα χρόνια πριν, προβλέψαμε ότι όλες οι προσπάθειες της αστικής τάξης να αποκαταστήσει την οικονομική ισορροπία θα δυναμίτιζαν την πολιτική και κοινωνική ισορροπία. Αυτή η πρόβλεψη έχει ήδη επιβεβαιωθεί από τα γεγονότα σε παγκόσμια κλίμακα. Στη μία χώρα μετά την άλλη, οι απόπειρες των κυβερνήσεων να επιβάλλουν πολιτικές λιτότητας με στόχο να κάνουν την οικονομία να «κινηθεί» (πράγμα το οποίο δεν έχουν καταφέρει ουσιαστικά μέχρι στιγμής) έχουν προετοιμάσει το έδαφος για κοινωνικές εκρήξεις, εντελώς απροσδόκητες και απρόβλεπτες.
«Συμπυκνωμένα οικονομικά»
Ο Λένιν σημείωνε πως η πολιτική είναι συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας. Σε τελική ανάλυση, όλες οι κρίσεις αποτελούν έκφραση του καπιταλιστικού αδιεξόδου. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί πλέον να αναπτύξει της παραγωγικές δυνάμεις όπως στο παρελθόν, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει πως δεν μπορεί να υπάρξει καθόλου ανάπτυξη στις παραγωγικές δυνάμεις.
Ο Μαρξ, ο Λένιν και ο Τρότσκι ποτέ δεν ισχυρίστηκαν πως υπάρχει κάποιο απόλυτο «ταβάνι» στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό. Το φρενάρισμα των παραγωγικών δυνάμεων είναι ένα σχετικό και μη απόλυτο φαινόμενο. Πάντα θα υπάρχει κάποιου είδους ανάπτυξη, όπως στην Κίνα όλη την προηγούμενη περίοδο. Αλλά σε παγκόσμια κλίμακα, τίποτα δε συγκρίνεται με την μεταπολεμική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Ο μαρξισμός εξηγεί πως το μυστικό της επιτυχίας ενός οικονομικού συστήματος είναι η μεγιστοποίηση της εξοικονόμησης χρόνου εργασίας. Ένα βασικό συστατικό στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης ήταν ακριβώς η ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας. Για 200 χρόνια, ο καπιταλισμός αναπτύσσει την παραγωγικότητα της εργασίας σε βαθμό που θα ήταν ασύλληπτος στο παρελθόν. Αλλά η διαδικασία αυτή πλέον αγγίζει τα όριά της.
Μια μελέτη για την παραγωγικότητα από το Κέντρο Οικονομικής και Πολιτικής Έρευνας, τον Σεπτέμβριο του 2015, διαπίστωσε ότι μεταξύ 2007 και 2012 η παγκόσμια παραγωγικότητα αυξήθηκε σε ετήσιο ποσοστό 0,5%, το ήμισυ αυτού που εμφανίστηκε κατά την περίοδο 1996-2006. Ωστόσο, κατά την πιο πρόσφατη περίοδο του 2012-14, είχε φθάσει σε πλήρη στασιμότητα, με μηδενικό ποσοστό. Σε χώρες όπως η Βραζιλία και το Μεξικό, η παραγωγικότητα ήταν στην πραγματικότητα αρνητική. Όπως αναφέρει η έκθεση, «αυτό είναι ένα από τα πιο ανησυχητικά και ασφαλώς, σημαντικά φαινόμενα που επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία».
Αυτά τα στοιχεία είναι μια σίγουρη ένδειξη ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται σε μια συστημική κρίση. Η υποτονική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας – και σε ορισμένες περιπτώσεις η πτώση της – είναι ένα εντυπωσιακό σύμπτωμα του αδιεξόδου του καπιταλισμού, που δεν είναι πλέον σε θέση να επιτύχει τις μεγάλες επιτυχίες του παρελθόντος.
Η πηγή του προβλήματος βρίσκεται στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα επενδύσεων: το ακαθάριστο ποσό επενδυτικών κεφαλαίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες μειώθηκε για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1960 κάτω από το 20% του ΑΕΠ, ενώ η κατανάλωση και οι αποσβέσεις αυξάνονται. Στον πρώην αποικιακό κόσμο, η έκρηξη των τιμών των πρώτων υλών προκάλεσε μια σύντομη αύξηση των επενδύσεων, αλλά αυτές μειώθηκαν και πάλι τα τελευταία χρόνια.
Αυτή η αποτυχία να γίνουν επενδύσεις στην παραγωγή δεν είναι αποτέλεσμα της έλλειψης χρημάτων. Αντίθετα, οι πολυεθνικές εταιρείες «κολυμπούν» σε πακτωλούς χρημάτων. Ο Άνταμ Ντέηβιντσον, γράφοντας στους The New York Tmes τον Ιανουάριο του 2016, δήλωσε ότι «οι αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν επί του παρόντος 1,9 τρισεκατομμύρια δολάρια σε μετρητά, τα οποία απλώς λιμνάζουν»… «αυτή η κατάσταση είναι πρωτοφανής στην οικονομική ιστορία»… Ο συντάκτης του άρθρου, αυτό το θεωρεί ένα «μυστήριο», αλλά εκείνο που δείχνει, είναι ότι οι καπιταλιστές δεν έχουν κερδοφόρα πεδία επενδύσεων στην παρούσα κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας. («Γιατί οι εταιρείες κάθονται σε τρισεκατομμύρια;» New York Times, 20 Ιανουαρίου 2016).
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (FED) αναφέρουν ότι τα ρευστά διαθέσιμα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, τα οποία περιλαμβάνουν συνάλλαγμα, ξένες καταθέσεις, μετοχές και αμοιβαία κεφάλαια αγγίζουν το ποσό ρεκόρ των 2,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων το τρίτο τρίμηνο του 2017.
Το σύστημα κυριολεκτικά πνίγεται σε υπερβολικό πλούτο. Είναι σαν ένας μαθητευόμενος μάγος που έχει καλέσει δυνάμεις που δεν μπορεί να ελέγξει. Οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν τη δυνατότητα να παράγουν μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων που δεν μπορούν να απορροφηθούν όμως από τις αγορές.
Αυτή η αδυναμία, να γίνει δηλαδή μια παραγωγική χρήση των κολοσσιαίων ποσοτήτων υπεραξίας που εξάγονται από τον ιδρώτα και το αίμα των εργαζομένων, είναι η τελική καταδίκη του καπιταλισμού. Η υπερπαραγωγή αντικατοπτρίζεται σε μια γενική κρίση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία βρίσκεται σε πολύ εύθραυστη κατάσταση. Ο φτηνός δανεισμός δε χρησιμεύει πλέον για την τόνωση των επενδύσεων. Ποιο είναι το νόημα να επενδύει ένας καπιταλιστής σε νέες παραγωγικές δυνάμεις, όταν δεν υπάρχουν αγορές για να καταναλώσουν την υπάρχουσα παραγωγή;
Μία νέα ανάκαμψη;
Κάθε μέρα, ο Τύπος αναγγέλλει ανάκαμψη. Στην καλύτερη περίπτωση, παρατηρείται μια ελαφρά άνοδος του ΑΕΠ, μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο μακροχρόνιας στασιμότητας. Οι μαρξιστές δεν εκπλήσσονται με αυτό: ακόμη και σε περιόδους παρακμής, το σύστημα συνεχίζει να κινείται σε κύκλους και μετά από μακρά περίοδο ύφεσης ή στασιμότητας, αναμένεται μια μικρή ανάκαμψη. Ωστόσο, αυτή είναι τόσο αδύναμη, που δεν ισοδυναμεί με ουσιαστική ανάκαμψη και δε διαρκεί αρκετά.
Η περιορισμένη ανάπτυξη έρχεται σε αντίθεση με την υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα διατηρούσε το βασικό επιτόκιο λίγο πάνω από το μηδέν από το Φθινόπωρο του 2008 έως τις αρχές του 2017. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μείωσε επίσης το επιτόκιο λίγο πάνω από το μηδέν. Ο μόνος λόγος για τον οποίο αυτή η μαζική επέκταση της πίστωσης δεν οδήγησε σε καλπάζοντα πληθωρισμό είναι επειδή κατευθύνθηκε στις τράπεζες, οι οποίες δεν τη χρησιμοποίησαν στην πραγματικότητα για παραγωγικές επενδύσεις, ούτε για να δανείσουν στους καταναλωτές. Αντίθετα, με τα χρήματα αυτά οι τράπεζες τροφοδότησαν κερδοσκοπικές δραστηριότητες.
Η αγορά κατοικίας στη Βρετανία, τον Καναδά, την Κίνα και τη Σκανδιναβία είναι στην πραγματικότητα μια μεγάλη φούσκα. Οι χρηματιστηριακές αγορές δεν έχουν μόνο ανακάμψει, αλλά έχουν υπερβεί τις τιμές του 2007. Ο Dow Jones κατάφερε όχι μόνο να υπερβεί, αλλά να αυξήσει την αξία του κατά 36%. Ο λόγος τιμής και κέρδους (δηλαδή, το κόστος που πληρώνει ένας επενδυτής για κάθε 1 δολάριο εταιρικού κέρδους) έχει φτάσει στο τρίτο υψηλότερο μέγεθος στην Ιστορία (τα προηγούμενα δύο ήταν το 1929 και το 2000). Όλα αυτά είναι ενδεικτικά όχι για μια υγιή ανάκαμψη, αλλά για μια ακόμη κρίση υπερπαραγωγής. Έχουν επίσης ως αποτέλεσμα τη μεταφορά τεράστιων ποσών χρημάτων στους καπιταλιστές, των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία έχουν αυξηθεί σε αξία με την κάρπωση νέων πιστώσεων.
Τα όρια του δανεισμού
Η αιτία για την παρούσα στασιμότητα είναι το γεγονός ότι τις δεκαετίες πριν από το 2008 ο καπιταλισμός όχι μόνο άγγιξε τα όρια του, αλλά τα ξεπέρασε. Η απροσδόκητη επέκταση του δανεισμού επέτρεψε στο σύστημα να ξεπεράσει προσωρινά τους περιορισμούς της αγοράς και της υπερπαραγωγής. Από την άλλη πλευρά, είδαμε την τεράστια ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας.
Ο Μαρξ εξηγούσε ότι ο καπιταλισμός υπερβαίνει τα όρια της αγοράς και εξισορροπεί την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους μέσω της τεράστιας επέκτασης του δανεισμού και της παγκοσμιοποίησης. Αυτό του επιτρέπει να ξεφεύγει από άλλη μία βασική αντίφαση, αυτή που δημιουργεί η ύπαρξη του έθνους-κράτους. Αλλά οι δύο αυτές λύσεις (δανεισμός – παγκοσμιοποίηση) έχουν περιορισμένη διάρκεια και πλέον μετατρέπονται στο αντίθετό τους.
Ιστορικά, οι ΗΠΑ είχαν συνολικό χρέος (κρατικό και ιδιωτικό) περίπου 100 με 180% του ΑΕΠ. Μόνο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 ξεπέρασαν το 200%, αλλά ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1980 το συνολικό τους χρέος έφθασε το 200% και συνέχισε να αυξάνεται μέχρι το 2009, φθάνοντας στο ανώτατο όριο του περίπου 300%. Η Ιαπωνία, η Βρετανία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Νότια Κορέα έχουν επίπεδα χρέους άνω του 300%. Το παγκόσμιο χρέος ανέρχεται τώρα στα 217 τρισ. δολάρια ή 327% του ΑΕΠ και είναι το υψηλότερο στην Ιστορία.
Ο Μαρξ επεσήμανε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ότι η αστική τάξη επιλύει τις κρίσεις μόνο ανοίγοντας το δρόμο για μεγαλύτερες κρίσεις στο μέλλον. Τι έχουν επιτύχει οι αστοί κατά την τελευταία δεκαετία με όλο αυτόν τον πόνο, την λιτότητα και την δυστυχία που έχουν προκαλέσει; Στόχος τους ήταν να μειώσουν το έλλειμμα και το τεράστιο – άνευ προηγουμένου – βουνό χρέους που είχε δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα της προηγούμενης περιόδου.
Το μόνο που έχουν κάνει είναι να μετατρέψουν μια τεράστια «μαύρη τρύπα» στις ιδιωτικές τράπεζες σε μια τεράστια «μαύρη τρύπα» στα κρατικά οικονομικά. Οι τράπεζες στέκονταν στο χείλος της αβύσσου και σώθηκαν μόνο από την παρέμβαση του κράτους, που τους έδωσε τρισεκατομμύρια από τα κρατικά ταμεία. Το πρόβλημα είναι ότι το κράτος δεν έχει πλέον χρήματα, εκτός από όσα μπορεί να αποσπάσει από τους φορολογούμενους.
Το ερώτημα λοιπόν είναι: ποιος πληρώνει; Είναι γνωστό ότι οι πλούσιοι δεν πληρώνουν φόρους. Έχουν χιλιάδες τρόπους να αποφύγουν αυτή την επώδυνη αναγκαιότητα. Η εργατική τάξη πρέπει να πληρώσει, η μεσαία τάξη πρέπει να πληρώσει, οι άνεργοι πρέπει να πληρώσουν, οι άρρωστοι πρέπει να πληρώσουν, τα εκπαιδευόμενοι νέοι πρέπει να πληρώσουν. Ο καθένας πρέπει κάτι να πληρώσει, εκτός από τους πλούσιους, οι οποίοι έχουν γίνει πλουσιότεροι ακόμα και σε αυτή την περίοδο «λιτότητας».
Έχει λυθεί τελικά τίποτα στην παγκόσμια οικονομία; Οι 7 από τις 10 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου διαθέτουν δημοσιονομικά ελλείμματα άνω του 3% του ΑΕΠ και μόνο η Γερμανία έχει έλλειμμα μικρότερο από 2%. Το χρέος αυξάνεται παντού. Δεν υπάρχει τρόπος να βγούμε από την κρίση, εκτός αν εξαλειφθούν αυτά τα χρέη με κάποιον τρόπο. Και πώς μπορεί κάποιος στον καπιταλισμό να εξαλείψει το κρατικό χρέος; Φυσικά να μεταθέσει όλο το βάρος στους ώμους των φτωχότερων και πιο ευάλωτων τμημάτων της κοινωνίας.
Το σενάριο που παρακολουθούμε διεθνώς είναι πραγματικά πρωτοφανές. Και μιλάμε εδώ μόνο για τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Η κατάσταση στο λεγόμενο Τρίτο Κόσμο είναι άλλο ζήτημα. Εκεί η εικόνα εκεί είναι αυτή μιας αδυσώπητης δυστυχίας, αδιανόητης μιζέριας, πείνας και υποβάθμισης της ζωής για εκατομμύρια άνδρες, γυναίκες και παιδιά.