Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΗ πρότασή μας για το πρόγραμμα της κυβέρνησης της Αριστεράς - Μέρος...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Η πρότασή μας για το πρόγραμμα της κυβέρνησης της Αριστεράς – Μέρος Α΄


10 ΣΗΜΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑΣ

Α) Κρίση του καπιταλισμού

Το μεγάλο εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 6ης Μάη και η ισχυρή εκλογική δυναμική του ενόψει της νέας αναμέτρησης της 17ης Ιουνίου δεν είναι ένα φαινόμενο απομονωμένο από την παγκόσμια κατάσταση. Μετά το μεγάλο κύμα στροφής στ’ αριστερά στη Λ. Αμερική στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας και το πρόσφατο επαναστατικό κύμα στον Αραβικό κόσμο, η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας εμφανίζεται πλέον στην καρδιά του δυτικού καπιταλισμού, με πρώτο σταθμό την Ελλάδα.

Για πρώτη φορά μετά το 1944 ένας πολιτικός εκπρόσωπος του ηρωικού ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος βρίσκεται κοντά στην εξουσία. Αυτή η εξέλιξη σηματοδοτεί την αρχή της στροφής των εργαζόμενων μαζών της Ευρώπης στ’ αριστερά, κάτω από την επίδραση της βαθιάς, διεθνούς κρίσης του καπιταλισμού.

Οι μαρξιστές του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ επανειλημμένα τονίζουμε ότι η παρούσα διεθνής οικονομική κρίση δεν είναι το αποτέλεσμα του «νεοφιλελευθερισμού», της «διαφθοράς», της «κακοδιαχείρισης» ή της δράσης κάποιων «οικονομικών δολοφόνων». Είναι το προϊόν των δομικών αντιφάσεων του καπιταλιστικού συστήματος.

Η θεμελιώδης καπιταλιστική αντίφαση είναι αυτή ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής από τη μία πλευρά και στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τη λειτουργία τους με σκοπό το κέρδος από την άλλη.

Ο όρος «κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής» σημαίνει ότι ο καπιταλισμός, συγκριτικά με τα προηγούμενα από αυτόν κοινωνικοοικονομικά συστήματα, μετέβαλε τα μέσα παραγωγής σε μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο από ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων, οδηγώντας στη δημιουργία ενός παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας. Αυτή η διαδικασία κοινωνικοποίησης της παραγωγής όμως, βρίσκεται σε αντίφαση με το γεγονός ότι η παραγωγή λειτουργεί σε καθεστώς ατομικής ιδιοκτησίας και με σκοπό το ατομικό κέρδος του καπιταλιστή ιδιοκτήτη.

Όπως απέδειξε ο Μαρξ, τα κέρδη βγαίνουν από την απλήρωτη εργατική δύναμη. Αυτό σημαίνει ότι για να βγάζουν όλο και μεγαλύτερα κέρδη, οι καπιταλιστές περιορίζουν την τιμή της εργατικής δύναμης, δηλαδή τους μισθούς της εργατικής τάξης, περιορίζοντας έτσι τη συνολική αγοραστική δύναμη της κοινωνίας. Συνεπώς, από τη θεμελιώδη αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παράγωγης και την ατομική ιδιοκτησία, προκύπτει η τάση για περιορισμό της κατανάλωσης των μαζών, που διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην εμφάνιση των κρίσεων, οι οποίες στον καπιταλισμό λαμβάνουν τον χαρακτήρα κρίσεων υπερπαραγωγής.

Από τη θεμελιώδη καπιταλιστική αντίφαση, προκύπτει και η αναρχία της παραγωγής. Στο καπιταλιστικό σύστημα δεν υπάρχει σχεδιασμός της παραγωγής και της διανομής των προϊόντων. Κάθε καπιταλιστής παράγει ανεξάρτητα από τους άλλους καπιταλιστές. Η αναρχία αυτή διαταράσσει την αντιστοιχία ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση και επίσης συντελεί στην εμφάνιση των κρίσεων υπερπαραγωγής.

Η τάση για περιορισμό της κατανάλωσης και η αναρχία της παραγωγής δρουν από κοινού, προκαλώντας το ξέσπασμα των κρίσεων υπερπαραγωγής. Η συνέπεια των καπιταλιστικών κρίσεων είναι η καταστροφή ενός μέρους της παραγωγής, η μετατροπή εκατομμυρίων εργατών σε εξαθλιωμένους ανέργους και η ένταση της εκμετάλλευσης όσων συνεχίζουν να εργάζονται. Κι όλα αυτά συντελούνται στο βωμό της επιβίωσης του καπιταλιστικού συστήματος.

Όπως ο Μαρξ και ο Ένγκελς εξηγούσαν 165 χρόνια πριν στο περίφημο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», οι αστοί προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις δημιουργούν τη βάση για πιο βαθιές και πιο εκτεταμένες κρίσεις. Αυτό αποδείχθηκε στις μέρες μας. Για να αποφύγουν μια βαθειά ύφεση το 2008, οι αστοί σπατάλησαν από τα παγκόσμια αποθέματα πλούτου περίπου 14 τρις δολάρια, χρηματοδοτώντας τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Κρατικοποίησαν τις δικές τους ζημιές, περνώντας το λογαριασμό στους εργαζόμενους και τους μικροαστούς. Με αυτό τον τρόπο δημιούργησαν όμως γιγάντια κρατικά χρέη παγκόσμια. Και τώρα, η νέα κίνηση της παγκόσμιας οικονομίας προς την ύφεση μεταβάλει τα κρατικά χρέη σε «βόμβα» έτοιμη να εκραγεί.

Έτσι οι αστοί είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχουν καμία πραγματική λύση για την κρίση. Η απόπειρά τους να αντιμετωπίσουν τα συμπτώματα της κρίσης, δηλαδή τα μεγάλα χρέη των τραπεζών και του κράτους φορτώνοντάς τα στους ώμους των εργαζόμενων μαζών με μόνιμη λιτότητα, φτώχεια και μαζική ανεργία, οξύνει περεταίρω την κρίση και απειλεί τον ανθρώπινο πολιτισμό με επιστροφή στη βαρβαρότητα.

Ένα θεμελιώδες ιστορικό δίλλημα τίθεται ενώπιον ολόκληρης της ανθρωπότητας ολοένα και πιο ξεκάθαρα: είτε ο συνειδητός εργαζόμενος άνθρωπος θα πάρει τον έλεγχο της ζωής του στα δικά του χέρια, οργανώνοντας ορθολογικά την οικονομία του, είτε οι τυφλές δυνάμεις του καπιταλισμού θα σύρουν τον ανθρώπινο πολιτισμό στη βαρβαρότητα!

Β) Κέυνς ή Μαρξ; Δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα καπιταλισμός χωρίς λιτότητα!

Για να διασωθεί ο καπιταλισμός – δηλαδή για να προστατευθούν τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου – η ασκούμενη πολιτική άγριας και παρατεταμένης λιτότητας είναι μονόδρομος. Κάθε τι άλλο από καπιταλιστική σκοπιά θα ήταν παράλογο. Αυξάνοντας τις κρατικές δαπάνες, οι αστικές κυβερνήσεις θα δημιουργούσαν πληθωρισμό και ακόμα μεγαλύτερα ελλείμματα και χρέη. Γι’ αυτό το λόγο, κατά κανόνα, σε παγκόσμιο επίπεδο βλέπουμε σήμερα μόνο παραλλαγές της ίδιας πολιτικής άγριας λιτότητας.

Η παλιά συνταγή του Κεϋνσιανισμού στην κλασσική της μορφή, με τις μεγάλες κρατικές δαπάνες για να «τονωθεί η ζήτηση», έχει περιέλθει «στα αζήτητα». Όσοι αποδίδουν στην πολιτική του Μπ. Ομπάμα μια σύγχρονη εκδοχή του Κεϋνσιανισμού κάνουν ένα σοβαρό λάθος, καθώς «ξεχνούν» ότι η αμερικάνικη κυβέρνηση εφαρμόζει το μεγαλύτερο πρόγραμμα περικοπών στην σύγχρονη ιστορία, ύψους 5 τρις δολαρίων. Επίσης, η υποστήριξη των αστικών κυβερνήσεων της Γαλλίας και των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου σε πολιτικές «ανάπτυξης» και στα «ευρω-ομόλογα», δεν αποτελούν την υπεράσπιση ενός νέου «Κεϋνσιανού» μοντέλου, αλλά απλά την απόπειρα να μετατεθεί το βάρος της ύφεσης και των χρεών της Ευρωζώνης στις πλάτες του ισχυρότερου και αλώβητου ως τώρα από την κρίση γερμανικού καπιταλισμού.

Ιστορικά οι μέθοδοι του Κεϋνσιανισμού δοκιμάστηκαν από τους αστούς και απέτυχαν. Η αιτία που έβγαλε οριστικά τις ΗΠΑ από την μεγάλη κρίση του 1929-33, δεν ήταν όπως λαθεμένα υποστηρίζεται συνήθως οι Κεϋνσιανές πολιτικές του Ρούσβελτ, αλλά το γεγονός της αποδυνάμωσης των ανταγωνιστών τους στο Β Παγκόσμιο πόλεμο και το ότι οι ίδιες, όχι μόνο κρατήθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας του πολέμου εκτός πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά μέσα από την πολεμική τους βιομηχανία έπαιξαν και το ρόλο τους εμπόρου – προμηθευτή όπλων για τους εμπόλεμους.

Μεταπολεμικά, ο κύριος παράγοντας που έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη του Δυτικού καπιταλισμού δεν ήταν ο Κεϋνσιανισμός, αλλά η αλματώδης ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου. Όταν η ανάπτυξη άρχισε να υποχωρεί στη δεκαετία του 1970, οι ασκούμενες πολιτικές του Κεϋνσιανισμού οδήγησαν σε μεγάλα ελλείμματα και πληθωρισμό. Ήταν συνεπώς αυτή η αποτυχία του Κεϋνσιανισμού που οδήγησε τους αστούς στις βάρβαρες μεθόδους του νεοφιλελευθερισμού για να σταθεροποιήσουν τον καπιταλισμό και όχι μια νέα ιδεολογική τους εμμονή.

Οι ρεφορμιστές σήμερα στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά, υποστηρίζοντας τις μεθόδους του Κεϋνσιανισμού για την παροχή «ρευστότητας» στην αγορά, αντί για την θεραπεία της ασθένειας, ασχολούνται με τα συμπτώματά της. Η κρίση σήμερα δεν προκαλείται από την έλλειψη «ρευστότητας». Η έλλειψη «ρευστότητας» είναι το αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης.

Η μαζική διοχέτευση κρατικού χρήματος στην οικονομία θα συνιστούσε τον πιο σύντομο δρόμο για τις κρατικές χρεοκοπίες. Επιπρόσθετα, σε μια καπιταλιστική οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση, η παρέμβαση του κράτους με μεγάλα ποσά στην κυκλοφορία, σημαίνει πρακτικά τη διοχέτευση χρήματος που δεν αντανακλά πραγματικές παραγόμενες αξίες. Άρα οδηγεί στη δημιουργία πληθωρισμού, ικανού να απαξιώσει μαζικά τα εισοδήματα και να αυξήσει περεταίρω τα χρέη.

Οι σύντομοι και εύκολοι δρόμοι που αναζητούν οι ρεφορμιστές για την έξοδο από την βαθειά κρίση του καπιταλισμού δεν υπάρχουν. Η ουσία της εποχής μας βρίσκεται στο γεγονός ότι εξαιτίας της βαθειάς, ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, η οποιαδήποτε πραγματική και σταθερή βελτίωση στους βασικούς τομείς της ζωής της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου – από την εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς θέσης εργασίας, το εισόδημα, την στέγαση, την Υγεία, την Παιδεία μέχρι τα δημοκρατικά δικαιώματα, την ποιότητα ζωής, τον πολιτισμό και το περιβάλλον – εξαρτάται από την επίτευξη θεμελιακών, επαναστατικών αλλαγών στην κοινωνία. Ο μόνος ιστορικός δρόμος προόδου για την ανθρωπότητα είναι ο δρόμος της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Γ) Το ιστορικό αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού

Η θέση του ελληνικού καπιταλισμού σαν του «αδύναμου κρίκου» της Ευρωζώνης, τον ώθησε να έρθει πρώτος πιο κοντά στην χρεοκοπία. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι το 2008 ο ελληνικός καπιταλισμός γνώρισε μια σημαντική ανάπτυξη, η οποία στηρίχθηκε κύρια στον υπέρογκο και φθηνότερο σε σχέση με το παρελθόν δανεισμό, που τροφοδότησε τεχνητά την κατανάλωση και ιδιαίτερα, τον τομέα των κατασκευών, μέσω των χιλιάδων στεγαστικών δανείων. Στο τέλος της πολυετούς του ανάπτυξής, το 2008, ο ελληνικός καπιταλισμός είχε εδραιώσει τη θέση του μέσα στο «κλαμπ» του ανεπτυγμένου Δυτικού καπιταλισμού, αλλά παρ’ όλα αυτά, πάντοτε σαν ένας από τους πιο «αδύναμους κρίκους» του.

Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα του ελληνικού «αδύναμου κρίκου» οφείλεται ιστορικά στο γεγονός ότι οι έλληνες αστοί, παρά τα μεγάλα κεφάλαια που συσσώρευσαν μεταπολεμικά, ουδέποτε επένδυσαν με ένα σοβαρό τρόπο στις νέες τεχνολογίες, στην έρευνα και στην ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής.

Η ύφεση στη Ελλάδα ξέσπασε το 2008 σαν έκφραση της διεθνούς τάσης για συρρίκνωση των παραγωγικών δυνάμεων. Όμως το πρωτοφανές της βάθος, από τη μία πλευρά επιβεβαιώνει τον τεχνητό χαρακτήρα της προηγούμενης πολύχρονης ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, μιας ανάπτυξης δηλαδή που δεν στηρίχθηκε σε παραγωγικές επενδύσεις και από την άλλη, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απόπειρα από το 2009 και έπειτα, να αφαιρεθεί βίαια εισόδημα από τις λαϊκές μάζες για να αποπληρωθούν τα ληστρικά δάνεια του κράτους.

Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, εφαρμόζεται το πιο σκληρό πρόγραμμα περικοπών στη μεταπολεμική Ιστορία του καπιταλιστικού κόσμου. Η έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα τον Απρίλιο του 2012 υποστηρίζει ότι από το 2014 μέχρι το 2020 θα εφαρμοστεί στη χώρα ένα πρόγραμμα λιτότητας για τη «δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων» με μεγέθη ανάλογα με αυτά των προγραμμάτων που εφαρμόστηκαν στη Ρουμανία την περίοδο 1982-1989 επί εξουσίας του σταλινικού Βοναπάρτη Τσαουσέσκου και στην Αίγυπτο του αστού δικτάτορα Μουμπάρακ την περίοδο 1993-2000.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της «Τράπεζας της Ελλάδας» η σωρευτική μείωση του ΑΕΠ μεταξύ του δ’ τριμήνου του 2007 και του α’ τριμήνου του 2012 προσεγγίζει το 20%, δημιουργώντας μεγάλες στρατιές ανέργων και φτωχών. Είναι πασιφανές ότι η ακραία αντιδραστική πολιτική της τρόικας και της κυβέρνησης τροφοδοτεί την ύφεση και ότι οι τρομακτικές περικοπές προκαλούν μια ισοδύναμη πτώση του ΑΕΠ.

Το πρόγραμμα άγριας λιτότητας που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια δεν είναι μια «λάθος συνταγή». Οι συνασπισμένοι δυτικοί ιμπεριαλιστές – πιστωτές και η ελληνική άρχουσα τάξη ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Ονομάζοντας την επίθεση στο βιοτικό επίπεδο των μαζών «υποτίμηση», παραδέχονται ότι συνειδητά συντρίβουν τα εργατικά και μικροαστικά εισοδήματα, για να εξυπηρετηθούν τα ληστρικά κρατικά δάνεια και να εξασφαλιστούν στο μέλλον μεγαλύτερα κέρδη για τις πιο ισχυρές μερίδες του κεφαλαίου.

Ωστόσο η ίδια η ζωή, με τη μια χώρα της Ευρωζώνης μετά την άλλη να αντιμετωπίζει το φάσμα της υπερχρέωσης, αποδεικνύει ότι το αδιέξοδό του ελληνικού καπιταλισμού είναι οργανικό τμήμα ενός διεθνούς καπιταλιστικού αδιεξόδου. Οι προοπτικές του είναι πλήρως υποταγμένες στις δυσοίωνες προοπτικές τις ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας.

Αν ο ευρωπαϊκός και ο παγκόσμιος καπιταλισμός εισέρχονταν σε μια περίοδο ισχυρής ανάκαμψης, τότε θα ήταν αυξημένες οι πιθανότητες για μια διευθέτηση του ελληνικού χρέους, που θα μπορούσε να εξασφαλίσει σταθερότητα για το ευρώ και να θέσει ξανά σε τροχιά ανάπτυξης τον ελληνικό καπιταλισμό. Όμως στις παρούσες συνθήκες εισόδου σε μια δεύτερη απανωτή διεθνή ύφεση, για τον ελληνικό καπιταλισμό προδιαγράφεται ένα μέλλον πλήρους χρεοκοπίας και παρακμής.

Δ) Η έξοδος από το ευρώ και ο κλονισμός της Ευρωζώνης

Η προοπτική εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ είναι ένα πραγματικό ενδεχόμενο. Όμως δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται απομονωμένα, αλλά μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της κρίσης του Ευρωπαϊκού και παγκόσμιου καπιταλισμού.

Το ευρώ έγινε πραγματικότητα σε μια περίοδο ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Δύση. Σε μια τέτοια περίοδο, η πυρετώδης άνοδος της καπιταλιστικής κερδοφορίας τροφοδότησε τα ανοίγματα των ισχυρότερων καπιταλιστών της Ευρώπης και ιδιαίτερα των Γερμανών, προς την περαιτέρω οικονομικής ενοποίηση, γύρω από ένα ενιαίο νόμισμα. Οι Γερμανοί καπιταλιστές με όχημα το ενιαίο νόμισμα, εδραίωσαν την κυριαρχία τους στη μεγάλη Ευρωπαϊκή αγορά και ισχυροποίησαν το ρόλο τους παγκόσμια.

Τα πράγματα όμως, είναι εντελώς διαφορετικά σήμερα που η βαθιά ύφεση εξαπλώνεται στην Ευρωζώνη, οξύνοντας το πρόβλημα του χρέους. Σε αυτές τις συνθήκες, η Γερμανία και γενικότερα ο πλούσιος καπιταλιστικός ευρωπαϊκός Βοράς, για να διατηρήσει το κεκτημένο του ευρώ, θα πρέπει να χρηματοδοτεί για πολλά χρόνια τα χρέη του Νότου, συμπαρασυρόμενος και αυτός στο «τούνελ» της ύφεσης. Συνεπώς, όσο η κρίση θα βαθαίνει, τόσο περισσότερο η σημερινή σύνθεση της Ευρωζώνης θα καθίσταται ασύμφορη για τους ισχυρότερους ευρωπαίους καπιταλιστές και θα υπονομεύεται το ευρώ.

Στο πλαίσιο αυτή της διαδικασίας, η Ελλάδα σαν ο «πιο αδύναμος κρίκος» της Ευρωζώνης, είναι αντικειμενικά η πρώτη υποψήφια να εγκαταλείψει το ευρώ. Αλλά δεν θα είναι η μόνη. Η δραματική χειροτέρευση της κρίσης στην Ισπανία, δείχνει ότι ο κατάλογος των υποψηφίων συνεχώς θα μεγαλώνει, αυξάνοντας τις πιθανότητες για μια πιο ολιγομελή Ευρωζώνη ή ακόμα και για την διάλυση αυτής με τη σημερινή της μορφή.

Η δύναμη που ωθεί λοιπόν την Ελλάδα έξω από το ευρώ, είναι το ίδιο το ξεδίπλωμα της κρίσης του καπιταλισμού διεθνώς και ειδικά στην Ευρωζώνη. Η βαθειά ύφεση στη χώρα, που τροφοδοτείται από την πανευρωπαϊκή ύφεση και τα βάρβαρα μέτρα του Μνημονίου, είναι η έκφραση αυτής της δύναμης που σπρώχνει την Ελλάδα προς την κατεύθυνση του εθνικού νομίσματος.

Η άποψη που υποστηρίζει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί ποτέ να βγει από το ευρώ επειδή αυτό δεν συμφέρει τους ισχυρούς της ΕΕ, είναι εσφαλμένη και κοντόφθαλμη. Είναι απόλυτα αληθινή η διαπίστωση ότι η ζημιά από την έξοδο της Ελλάδας ή και άλλων χωρών από την Ευρωζώνη θα είναι μεγάλη για τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό. Εκτός από την επιβάρυνση κρατών και τραπεζών με νέα χρέη, αυτή η εξέλιξη θα εκτοξεύσει το κόστος δανεισμού για όλους τους «εταίρους» και θα ρίξει την αξία του ευρώ στις αγορές, αποσταθεροποιώντας το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας.

Γι’ αυτό μέχρι σήμερα οι ισχυρότερες καπιταλιστικές χώρες της Ευρωζώνης, προεξάρχουσας της Γερμανίας, προσπαθούν να κρατήσουν την Ελλάδα στο ευρώ, με το λιγότερο δυνατό κόστος για τις ίδιες και με το μεγαλύτερο δυνατό για την εργατική τάξη και τα φτωχά στρώματα του λαού στην ίδια την Ελλάδα. Αναμφίβολα, δεν θέλουν να φύγει η Ελλάδα και καμία άλλη χώρα από το ευρώ. Όμως το να κάνει κανείς διαπιστώσεις για τις οικονομικές προοπτικές στον καπιταλισμό με κριτήριο μόνο το τι θέλει άρχουσα τάξη είναι ο ορισμός της πολιτικής μυωπίας. Οι αστοί θα ήθελαν να μην υπάρχει καν ύφεση, όμως εξαιτίας των αντιφάσεων του συστήματός τους, αυτή είναι αναπόφευκτη. Παρόμοια, η τάση συρρίκνωσης και υπονόμευσης της Ευρωζώνης δεν είναι στις προθέσεις τους, αλλά όπως ήδη εξηγήσαμε το πιο πιθανό είναι να τους επιβληθεί από τα πράγματα.

Οι Γερμανοί και οι άλλοι ισχυροί ευρωπαίοι καπιταλιστές του Βορά, αντιλαμβανόμενοι ότι η κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού διαρκώς θα επιδεινώνεται με την εμφάνιση συνθηκών εσωτερικής ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας και ότι θα απαιτούνται διαρκώς νέα επισφαλή δάνεια για να κρατιέται ο ελληνικός καπιταλισμός τεχνητά στα πόδια του, κάποια στιγμή θα αναγκαστούν να σπρώξουν την Ελλάδα έξω από το κοινό νόμισμα, σε μια πορεία συνολικής υπονόμευσης του ευρώ.

Η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα σε συνθήκες καπιταλισμού, θα σηματοδοτήσει αναμφίβολα την καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης της Ελλάδας. Όμως το δίλλημα ευρώ η δραχμή, είναι ένα δίλλημα ψεύτικο. Η επιστροφή σ’ ένα εθνικό νόμισμα στον καπιταλισμό θα σηματοδοτήσει ένα νέο, οξύτερο στάδιο της κρίσης. Δεν έχει καμία λογική και καμία πρακτική σημασία για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα το να καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στο παρόν στάδιο της καπιταλιστικής κρίσης και το επόμενο. Το μόνο αληθινό πολιτικό δίλλημα για τους εργαζόμενους είναι σήμερα το ακόλουθο : πρόγραμμα διαχείρισης του βάρβαρου καπιταλισμού ή πρόγραμμα ανατροπής του με προοπτική το σοσιαλισμό!

Τέλος μέρους Α’

{fcomment}

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα