5ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΥΝ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΚΠΕ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ
Το 5ο συνέδριο του ΣΥΝ έχει καθήκον να ανταποκριθεί στις αναζητήσεις των εργαζόμενων και να δώσει καθαρές απαντήσεις σε αυτές. Γι’ αυτό η πολιτική πρόταση του κόμματος είναι το πιο κρίσιμο ζήτημα αυτού του συνεδρίου.
Το κείμενο Θέσεων της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής (ΚΠΕ) που εκφράζει την «εναλλακτική» πολιτική πρόταση του ΣΥΝ, δείχνει ξεκάθαρα τον δρόμο που η ηγεσία θέλει να βαδίσει, εκφράζει τις πολιτικές και τα συμφέροντα που θέλει να υπηρετήσει, φανερώνει τους στόχους για τους οποίους καλεί να αγωνιστούν χιλιάδες αριστεροί αγωνιστές την επόμενη περίοδο. Είναι όμως ο δρόμος του κείμενου θέσεων αυτός που έχει ανάγκη σήμερα η Αριστερά και οι εργαζόμενοι; Σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απάντηση αναλύοντας το κείμενο σημείο προς σημείο.
Η πολιτική Κίνηση Μαρξιστική Τάση και η εφημερίδα «Μαρξιστική Φωνή» έχουν ήδη χτίσει μια σχέση συντροφικότητας και πολιτικής συνεργασίας με τους συντρόφους του ΣΥΝ. Η κριτική μας στο κείμενο θέσεων γίνεται από τη σκοπιά του φίλου κι όχι του ανταγωνιστή, γι’ αυτό έχει σημασία να διαβαστεί από κάθε σύντροφο του κόμματος. Αυτό όμως που την κάνει πραγματικά χρήσιμη είναι η μέθοδος πάνω στην οποία στηρίζεται : η μέθοδος του μαρξισμού, που σε πείσμα των εχθρών του, συνεχίζει να αποτελεί τον πιο ασφαλή τρόπο για να εξετάσει ένας αριστερός αγωνιστής τις ταξικές βάσεις και αναφορές, τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες της εφαρμογής μιας πολιτικής πρότασης, με άλλα λόγια την ίδια την ορθότητά της.
Ασφαλώς και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν η μόνη ουσιαστική αντιπολίτευση στην Ν.Δ. Υπήρξε και η συνεπής από την σκοπιά της, αριστερή αντιπολιτευτική τακτική του ΚΚΕ και πάνω από όλα, υπήρξε το εργατικό κίνημα και η πρωτοπόρα νεολαία που έδωσαν σκληρές μάχες ενάντια στη ΝΔ. Αυτές οι μάχες ήταν που πραγματικά δυσκόλεψαν την κυβέρνηση και το πέρασμα της πολιτικής της. Χωρίς αυτές τις μάχες, οι ομιλίες, οι κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες και οι ανακοινώσεις των αριστερών κομμάτων, όσο μαχητικές κι αν είναι, δεν μπορούν να αποτελέσουν «ουσιαστική αντιπολίτευση». Συνιστά λοιπόν, αλαζονική υποτίμηση των αγώνων των δασκάλων, των ναυτεργατών, των μεγάλων γενικών απεργιών, των νεολαιίστικων αγώνων ενάντια στο «νόμο – πλαίσιο» και το «άρθρο 16» το να υποστηρίζεται ότι αυτοί αποτέλεσαν λιγότερο σημαντική αντιπολίτευση από την «μόνη ουσιαστική αντιπολίτευση» που ήταν αυτή του ΣΥΡΙΖΑ…..
Πιο κάτω μάλιστα, η ΚΠΕ συνεχίζει τον αλαζονικό κατήφορο επιχειρώντας να οικειοποιηθεί τη μεγάλη νίκη της πρωτοπόρας νεολαίας «στο άρθρο 16» : «Είναι και δική μας νίκη η ουσιαστική αποφυγή της αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος όπως είναι και δική μας επιτυχία η πλήρης απαξίωση του λεγόμενου «νόμου-πλαίσιο» για τα Πανεπιστήμια, απαξίωση στην οποία συνέβαλε και το «αντινομοσχέδιο» που παρουσίασε ο ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή.» Σε αυτές τις γραμμές οι κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ φέρονται να είναι τόσο αποτελεσματικές όσο και οι ίδιοι οι αγώνες της νεολαίας. Η αλήθεια όμως είναι ότι θα δυσκολευθεί κάποιος να βρει σήμερα φοιτητές που να μην είναι κομματικά μέλη του ΣΥΝ και να θυμούνται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε ένα τέτοιο «αντινομοσχέδιο» στη Βουλή….Αυτό το αναφέρουμε χωρίς ίχνος διάθεσης να ειρωνευτούμε την κοινοβουλευτική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ. Το ίδιο ισχύει και για τις ανάλογες πρωτοβουλίες του ΚΚΕ. Αυτού του είδους οι κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες, παρότι επιβεβλημένες, παίζουν πάντα έναν εντελώς δευτερεύοντα ρόλο στην εξέλιξη μιας μαζικής αντιπαράθεσης με τις επιλογές του κεφαλαίου.
Ωστόσο κι αυτές ακόμα οι διαβεβαιώσεις για αποφυγή συνεργασίας με το «νεοφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ» έχουν πολλά κενά και θολά σημεία. Σημειώνεται ότι είναι εφικτή η από κοινού αντιμετώπιση επιμέρους ζητημάτων, χωρίς όμως να αναφέρονται κάποια διαφωτιστικά παραδείγματα τέτοιων ζητημάτων. Επίσης, ενώ είναι τυπικά ξεκαθαρισμένο (αν και όπως προαναφέραμε όχι αληθινό) πως δεν είναι δυνατή η συνεργασία με το σημερινό «νεοφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ» δεν ξεκαθαρίζεται ποια θα είναι η σχέση του ΣΥΝ με ένα αυριανό «Κευνσιανό» (από το όνομα του οικονομολόγου Τζων Μαίηναρντ Κέυνς υπέρμαχου του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία) ΠΑΣΟΚ, με ένα ΠΑΣΟΚ δηλαδή που θα έχει αποκηρύξει τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική και θα υιοθετεί ξανά, όπως στο παρελθόν, μια πολιτική ενίσχυσης της «ζήτησης» και της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Με ένα τέτοιο ΠΑΣΟΚ ποια θα είναι η στάση της ηγεσίας του ΣΥΝ;
Αυτό μπορεί εύκολα κανείς να το μαντέψει, έχοντας μια στοιχειώδη εικόνα από τα κείμενα και τις δημόσιες τοποθετήσεις της ηγεσίας του την τελευταία 8ετία : αφού ο βασικός αντίπαλος είναι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, ένας άλλος «μη νεοφιλελεύθερος» καπιταλισμός που στηρίζεται στο κράτος μπορεί να είναι κάλλιστα μια βάση πολιτικών συμμαχιών. Ο δρόμος για μια συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ με στόχο μια «μη νεοφιλελεύθερη» διαχείριση του καπιταλισμού είναι λοιπόν ανοιχτός.
Η ιστορία μας έχει δώσει ένα μεταπολιτευτικό παράδειγμα μιας τέτοιας διακυβέρνησης : το παράδειγμα των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980. Αυτό το μη νεοφιλελεύθερο, «εναλλακτικό» παράδειγμα, που επιχείρησε να ενισχύσει την αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων, χωρίς να αφαιρέσει την οικονομική εξουσία από το κεφάλαιο και χωρίς να θίξει το αστικό κράτος, το μόνο που κατάφερε τελικά ήταν να σώσει την αστική τάξη από την σοσιαλιστική πάλη των εργαζόμενων, δίνοντάς της παράλληλα χώρο και χρόνο για να ετοιμάσει την αντεπίθεσή της και να επαναφέρει στην εξουσία μια 100% δική της κυβέρνηση. Αυτό λοιπόν που περιμένουν να ακούσουν οι αριστεροί αγωνιστές σήμερα από τους ηγέτες του ΣΥΝ δεν είναι το ότι δεν σκοπεύουν να συμμαχήσουν με το ΠΑΣΟΚ πάνω στη βάση μιας μόνο από τις ιστορικές εκδοχές διαχείρισης του καπιταλισμού (νεοφιλελευθερισμός), αλλά ότι δεν θα συμμετάσχουν ποτέ σε μια κυβέρνηση που θα κληθεί να διαχειριστεί τον καπιταλισμό, ανεξάρτητα από την εκδοχή της διαχείρισης (νεοφιλελευθερισμός, κευνσιανισμός κ.α).
Δυστυχώς εδώ έχουμε το σύμπτωμα του προβλήματος να παρουσιάζεται σαν το αίτιο. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι η αιτία, αλλά η έκφραση του προβλήματος της ανθρωπότητας. Το πρόβλημα λέγεται καπιταλισμός. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων και των περικοπών αποτελούν σήμερα τη λογική συνέπεια της κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Τον νεοφιλελευθερισμό παράγει σήμερα η ίδια η ανάγκη των καπιταλιστών να διατηρήσουν και να αυξήσουν τα επίπεδα των κερδών τους.
Στο παρελθόν οι καπιταλιστές (Μεσοπόλεμος, περίοδος 30 χρόνων μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο) κατέφυγαν στην κρατική παρέμβαση για να σώσουν το σύστημά τους από την κρίση και την επαναστατική επίδραση που αυτή είχε στην συνείδηση των εργαζομένων. Έκαναν παραχωρήσεις και έθεσαν κανόνες για να μη χαθεί το καπιταλιστικό σύστημά κάτω από την πίεση του οργανωμένου εργατικού κινήματος και του αυξανόμενου κύρους της ΕΣΣΔ.
Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την υποχώρηση του εργατικού κινήματος, οι καπιταλιστές προσπάθησαν να απαλλαγούν από το βάρος του «κρατισμού» που αναγκαστικά τους κληρονόμησε η προηγούμενη περίοδος. Κάτω από τη σημαία του ελεύθερου ανταγωνισμού, το κράτος αποσύρθηκε από την οικονομική ζωή προς όφελος των κερδών των καπιταλιστικών μονοπωλίων. Όλες οι κατακτήσεις που είχε κατοχυρώσει πάνω στο κράτος η εργατική τάξη («κράτος πρόνοιας» κ.α) μέσα σε λίγα χρόνια πάρθηκαν πίσω. Το ίδιο εύκολα όπως κάποιος αλλάζει πουκάμισο, η αστική τάξη πέρασε από τον Κευνσιανισμό στον νεοφιλελευθερισμό.
Τι μας δείχνουν όλα αυτά; Καταρχήν ότι οι κατακτήσεις της παλιάς εποχής του κρατικού παρεμβατισμού δεν μπορούν σήμερα να γίνουν ούτε στιγμή, ανεκτές από τους καπιταλιστές. Όμως ακόμα κι αν το βάρος της κρίσης του συστήματός τους και ο φόβος της επίδρασής του στη συνείδηση της εργατικής τάξης τους επιβάλουν ξανά μια πολιτική κρατικού παρεμβατισμού που θα περιλαμβάνει και κάποιες κατακτήσεις από το παρελθόν, αυτές οι κατακτήσεις όπως μας διδάσκει η Ιστορία θα έχουν έναν εντελώς προσωρινό χαρακτήρα κι αν δεν τις ακολουθήσει η ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, η κοινωνικοποίηση και ο σχεδιασμός των βασικών τομέων της οικονομίας, τότε ο εφιάλτης του νεοφιλελευθερισμού θα γίνει πάλι πραγματικότητα.
Ο καλύτερος τρόπος για να αντιπαλέψουμε λοιπόν τον νεοφιλελευθερισμό είναι να κατανοήσουμε πως αυτός είναι καρπός της σημερινής απόλυτα αντιδραστικής φάσης του καπιταλισμού, της ίδιας της επιθανάτιας ιστορικής του κρίσης και να κηρύξουμε τον πόλεμο όχι στη «σημερινή νεοφιλελεύθερη μορφή καπιταλισμού», αλλά στον ίδιο τον καπιταλισμό που γέννησε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Δυστυχώς όμως το κείμενο, καθώς αναπτύσσει τις ιδέες τις ΚΠΕ, κλιμακώνει την ενοχοποίηση του συμπτώματος, αντί για την αιτία. Ο «κακός» νεοφιλελευθερισμός με την επέλασή του βγαλμένος από τα ύπουλα μυαλά των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και κυβερνήσεων ακυρώνει όλα τα καλά των προηγούμενων φάσεων του καπιταλισμού : « …οι οικονομικοί δείκτες της ανάπτυξης, της παραγωγικότητας και της ανεργίας δεν θυμίζουν σε τίποτε εκείνους της περιόδου πριν την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Με άλλα λόγια, η αύξηση της «πίτας» όχι μόνο δεν ωφέλησε στο ελάχιστο τους εργαζόμενους, αλλά αντίθετα τα εισοδήματά τους μειώθηκαν, οι εργασιακές σχέσεις έγιναν ανυπόφορες, η φτώχια στον κόσμο εξαπλώθηκε και πολλαπλασιάστηκε και η συνολική ποιότητα ζωής χειροτέρεψε αισθητά.» Πουθενά δεν υπάρχει ο καπιταλισμός, η ιστορική κρίση του και η αντιδραστική του φύση που γεννάει το νεοφιλελευθερισμό. Όλα τα σύγχρονα δεινά είναι κατά ένα μεταφυσικό τρόπο προϊόντα του συμπτώματος κι όχι της αιτίας, προϊόντα δηλαδή του «επάρατου» νεοφιλελευθερισμού κι όχι του ίδιου του καπιταλισμού….
Ακόμα και αυθόρμητα, ηρωικά αλλά παρόλα αυτά πολιτικά συγχυσμένα κινήματα όπως αυτό της Μυανμάρ, που «αμφισβήτησαν ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι αναπόφευκτος μονόδρομος» έχουν θέση στο κείμενο Θέσεων την ίδια στιγμή που δεν υπάρχει σ’ αυτό ούτε «μισή» αναφορά στην επανάσταση στη Βενεζουέλα και στον αγώνα των μαζών για το σοσιαλισμό, με πρόσφατους σημαντικούς σταθμούς την μεγαλειώδη νίκη του Δεκέμβρη του 2006 και την εκπληκτική μαζικοποίηση του PSUV (Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Βενεζουέλας). Όλα αυτά δεν χωρούν μέσα στα στενά όρια του αγώνα ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό…
Πάνω από όλα όμως, στη βάση αυτής της πρότασης δεν υπάρχει μια ορθή ταξική και πολιτική προσέγγιση της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι για άλλη μια φορά δεν αναγνωρίζεται ότι η Ε.Ε αποτελεί την οργάνωση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Για άλλη μια φορά η ηγεσία του ΣΥΝ αρνείται να αποδεχθεί ότι η σημερινή καπιταλιστική Ε.Ε δεν μεταρρυθμίζεται κι ότι είναι ζωτική ανάγκη ο αγώνας των ευρωπαίων εργαζόμενων για την κατάργησή της και την αντικατάσταση της από μια Σοσιαλιστική Ομοσπονδία της Ευρώπης στη βάση της οποίας θα βρίσκεται η κοινωνικοποιημένη, δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία.