Η καπιταλιστική μάστιγα της ακρίβειας είναι σε πρωτοφανή όξυνση στην Ελλάδα. Τα εγχώρια και πολυεθνικά μονοπώλια (καρτέλ) με τη συνηγορία του αστικού κράτους και της κυβέρνησης του κεφαλαίου κερδοσκοπούν, υψώνοντας τις τιμές των βασικών καταναλωτικών αγαθών, εξανεμίζοντας τα πενιχρά λαϊκά εισοδήματα και εξαθλιώνοντας την εργατική τάξη και τα φτωχότερα στρώματα της πόλης και της υπαίθρου.
Τα σχετικά στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Στο διάστημα από τον Απρίλιο του 2007 έως τον Μάρτιο του 2008 με επίσημο πληθωρισμό στο 3,8 – 4%, οι 6 μεγάλες εταιρείες ζυμαρικών αύξησαν τις τιμές τους κατά 24,5%, οι 6 μεγάλες εταιρίες αρτοσκευασμάτων κατά 26%, οι 4 «κολοσσοί» του τομέα του ρυζιού και των οσπρίων κατά 16,7% και οι 3 ομόλογοί τους στα άλευρα κατά 22,8%.
Οι δηλώσεις για την «απόφαση πάταξης της κερδοσκοπίας» από την πλευρά της κυβέρνησης είναι ένα υποκριτικό επικοινωνιακό τέχνασμα, που δεν μπορεί να ξεγελάσει τους εργαζόμενους. Πως είναι δυνατό να «ελέγξουν» την ακρίβεια αυτοί που χαρίζουν στους κλέφτες των λαϊκών εισοδημάτων ότι απέμεινε από τις κερδοφόρες επιχειρήσεις του λεγόμενου Δημοσίου τομέα, αυτοί που τους μείωσαν τους φόρους για να τους προσφέρουν περισσότερα κέρδη, αυτοί που τους συμβουλεύουν να δίνουν χαμηλές αυξήσεις στους εργαζόμενους με άλλοθι των πληθωρισμό, αυτοί που συνεισφέρουν έμπρακτα στην ακρίβεια με αυξήσεις όπως η πρόσφατη των εισιτηρίων στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Τα περίφημα «41 μέτρα» του υπ. Ανάπτυξης μόνο θυμηδία μπορούν να προκαλέσουν, αφού ένα προς ένα, αποτελούν ευχολόγια και γραφειοκρατικές ασκήσεις επί χάρτου που δεν θίγουν – όπως ρητά δεν παύει να διαβεβαιώνει η κυβέρνηση – το «ιερό» καθεστώς της ελευθερίας της αγοράς, δηλαδή το «απαραβίαστο δικαίωμα» μιας χούφτας παρασίτων να κλέβουν τον εργαζόμενο λαό.
Επίσης είναι πραγματικά αστείο να ακούμε τους μικροαστούς εκπροσώπους καταναλωτικών οργανώσεων – σφραγίδα, να ζητούν από τους «ευυπόληπτους» ληστές των εργαζόμενων να «αυτορυθμιστούν», να «συγκρατηθούν» και να μην «κερδοσκοπούν». Εξίσου φαιδρό είναι να ακούμε τους ίδιους
«πολέμιους» της ακρίβειας να επικαλούνται τη «λειτουργία του ανταγωνισμού», αφού είναι γνωστό ότι οι λιγοστοί μεγαλοκαρχαρίες του διεθνούς και εγχώριου κεφαλαίου που ελέγχουν τον κλάδο των τροφίμων, έρχονται σε τυπικές ή άτυπες μεταξύ τους συμφωνίες για να κερδοσκοπούν. Έχουν τη δύναμη στα χέρια τους – τον έλεγχο της παραγωγής και της διανομής των τροφίμων, καθώς και μια δική τους κυβέρνηση στην εξουσία – και είναι φυσικό να την χρησιμοποιούν για να πετύχουν τα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη.
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ διατείνεται ότι θα μπορούσε να ελέγξει και να «συνετίσει» τα «μεγάλα αφεντικά» χρησιμοποιώντας τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους, χωρίς βέβαια να μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει στους εργαζόμενους το γιατί κάτω από τη δική της διακυβέρνηση η ακρίβεια γιγαντώθηκε. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει την ανάγκη για μεγαλύτερους μισθούς για τους εργαζόμενους, αλλά κι αυτή περιορίζεται στην αφηρημένη λογική των «αυστηρότερων ελέγχων των κερδοσκόπων». Τέλος, η ηγεσία του ΚΚΕ προτείνοντας ένα συγκεκριμένο πλαίσιο επιβεβλημένων διεκδικήσεων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, δεν συνδέει άμεσα και καθαρά αυτές τις διεκδικήσεις με την αναγκαιότητα του εργατικού ελέγχου και την προοπτική της κοινωνικοποίηση της παραγωγής και διανομής τροφίμων, της μόνης λύσης που μπορεί να δώσει οριστική διέξοδο από την καπιταλιστική μάστιγα της ακρίβειας.
ΜΕ ΠΟΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Η θέση του εργατικού κινήματος και των κομμάτων της Αριστεράς πάνω στο ζήτημα της ακρίβειας πρέπει να είναι ξεκάθαρη. Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν μπορούν να περιμένουν πότε οι ληστές του πενιχρού εισοδήματός τους θα «αυτορυθμιστούν», θα «αυτοσυγκρατηθούν» ή τάχα θα «πεισθούν» από τους κυβερνητικούς υπαλλήλους τους να ρίξουν τις τιμές, γιατί απλά, αυτό δεν θα συμβεί ποτέ. Πρέπει να μπορούν να προμηθεύονται τα αναγκαία τρόφιμα για τις οικογένειές τους.
Οι διεκδικήσεις που προβάλει το ΚΚΕ (βλέπε ομιλία Αλέκας Παπαρήγα στο Σύνταγμα στις 15 Μάη) είναι σωστές και πρέπει να υποστηριχθούν από το εργατικό κίνημα : Βασικός μισθός 1.400 ευρώ, 1.100 ευρώ κατώτερη σύνταξη, επίδομα ανεργίας 1.120 ευρώ για όλο το διάστημα της ανεργίας, κατάργηση του ΦΠΑ στα είδη λαϊκής κατανάλωσης κ.α. Πρέπει όμως να συμπληρωθούν με μια σειρά άλλες εξίσου αναγκαίες και ζωτικές διεκδικήσεις για την αποτροπή της εργατικής εξαθλίωσης από την καπιταλιστική μάστιγα της ακρίβειας.
Χρειάζεται έτσι, να διεκδικηθεί η αυτόματη αναπροσαρμογή των μισθών, των συντάξεων και των επιδομάτων ανεργίας σε μηνιαία βάση, ανάλογα με την αύξηση στα βασικά είδη κατανάλωσης. Αποφασιστικής σημασίας ζήτημα είναι να κατακτηθεί η δυνατότητα να διεισδύσει το βλέμμα της εργαζόμενης κοινωνίας στην πηγή της ακρίβειας, δηλαδή στα μεγάλα βιομηχανικά μονοπώλια, για να ελέγξει και να αποδείξει την κερδοσκοπία των καπιταλιστών. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τη διεκδίκηση για την επιβολή εργατικού ελέγχου στη βιομηχανία, μέσω του οποίου θα μπορέσει να ξεκαθαριστεί ποιο είναι το πραγματικό μερίδιο που οικειοποιούνται σαν κέρδος οι καπιταλιστές από το εθνικό εισόδημα. Έναν τέτοιο πραγματικό έλεγχο μπορούν να τον εγγυηθούν μόνο οι εκλεγμένες εργοστασιακές επιτροπές και όχι οι διεφθαρμένες, γραφειοκρατικές υπηρεσίες του αστικού κράτους.
Παράλληλα, πρέπει να κινητοποιηθούν όλοι όσοι σαν καταναλωτές υφίστανται τις επιπτώσεις από την ακρίβεια. Οι εργαζόμενοι αγρότες, οι βιοτέχνες, οι μικροκαταστηματάρχες πρέπει από κοινού με τους εργάτες να επιδιώξουν να ασκήσουν έλεγχο στην τιμολογιακή πολιτική, δημιουργώντας κοινές εκλεγμένες επιτροπές ελέγχου των τιμών. Μέσα από αυτόν τον τρόπο οι εργάτες θα δείξουν στα υπόλοιπα φτωχά λαϊκά στρώματα ότι η πραγματική αιτία για την υψηλές τιμές βρίσκεται μόνο στα υπερβολικά κέρδη των καπιταλιστών και στις σπατάλες της καπιταλιστικής αναρχίας (διαφήμιση κ.λπ).
Πάνω από όλα όμως, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι για να αμφισβητηθεί το δικαίωμα των καπιταλιστών να ορίζουν αυθαίρετα τις τιμές κερδοσκοπώντας, πρέπει σε τελική ανάλυση να αμφισβητηθεί και το δικαίωμά τους να ελέγχουν την ίδια τη βιομηχανία της παραγωγής των τροφίμων και την διανομή τους.
Είναι απόλυτη ανάγκη σήμερα που οι εργαζόμενοι νιώθουν στο «πετσί» τους τι σημαίνει μια χούφτα βιομηχανικά μονοπώλια και πολυεθνικές αλυσίδες καταστημάτων να τους οδηγούν στην εξαθλίωση και αναζητούν ριζικές λύσεις στο πρόβλημά της ακρίβειας, οι μαζικές οργανώσεις της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος να θέσουν το πρόβλημα με έναν ξεκάθαρο και αποφασιστικό τρόπο : αν στο όνομα της «ελευθερίας της αγοράς» και του «απαραβίαστου της ιδιοκτησίας» τα ιδιωτικά μονοπώλια συνεχίζουν να αυθαιρετούν, τότε για να σώσουμε τους εργαζόμενους από την εξαθλίωση πρέπει να τα κοινωνικοποιήσουμε. Ακόμα και με βάση το σημερινό αστικό σύνταγμα και τους ισχύοντες νόμους του αστικού κράτους, τα βιομηχανικά μονοπώλια και οι μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων είναι ένοχοι αισχροκέρδειας και σε συνδυασμό με δεκάδες άλλες απάτες στις οποίες επιδίδονται και οι οποίες θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν από τα επιχειρησιακά σωματεία κατόπιν ενθάρρυνσης τους από τα εργατικά κόμματα, η διαδικασία κοινωνικοποίησής τους κάτω από εργατικό έλεγχο θα μπορούσε να ξεκινήσει έχοντας την κοινωνική, πολιτική, αλλά ακόμα και την τυπική νομιμοποίηση.
Η αναγκαιότητα της κοινωνικοποίησης των μεγάλων μονοπωλίων της παραγωγής και διανομής τροφίμων πρέπει από σήμερα να γίνει επίκεντρο ευρείας ζύμωσης μέσα στους εργαζόμενους και να απαιτηθεί να είναι ένα από τα πρώτα και πιο βασικά μέτρα μιας μελλοντικής αριστερής, εργατικής κυβέρνησης. Μέσα από την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων των τροφίμων και τον δημοκρατικό σχεδιασμό της παραγωγής και της διανομής από τους εργαζόμενους, τα τρόφιμα θα γίνουν προσιτά σε όλους, αφού θα καταργηθούν τα υπερκέρδη και οι σπατάλες των καπιταλιστικών παρασίτων που σήμερα ελέγχουν αυτόν τον ζωτικό για την κοινωνία κλάδο. Κάθε άρνηση ή δισταγμός να τεθεί ως απόλυτα επίκαιρο αυτό το αίτημα, ισοδυναμεί σε τελική ανάλυση με μοιρολατρική παράδοση στην καπιταλιστική μάστιγα της ακρίβειας, με προδοσία των εργατικών συμφερόντων και συνθηκολόγηση με την ληστρική φύση του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ