Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΣταλινισμός και Κομμουνισμός στην Αλβανία

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Σταλινισμός και Κομμουνισμός στην Αλβανία

Ο Σαντίκ Πρέμται υπήρξε αλβανός μαρξιστής, ένας απ τους θεμελιωτές του Κομμουνιστικού κινήματος στην Αλβανία, ο οποίος κατηγορήθηκε απ τους σταλινικούς ως προδότης και εχθρός του Λαού. Κατάφερε και απέδρασε στην Αμερική όπου ενώθηκε με το Τροτσκιστικό κίνημα και εκπροσώπησε την Αλβανία το 1951 στο Συνέδριο της Διεθνούς Γραμματείας της Τέταρτης Διεθνούς, με το ψευδώνυμο «Xhepi».

Ολόκληρο βιβλίο μπορεί να γραφτεί, για να παρουσιάσει μια ξεκάθαρη εικόνα του Κομμουνιστικού Κινήματος στην Αλβανία και να αναδειχθεί ο τρόπος με τον οποίον προδόθηκε. Εδώ πρέπει να περιορίσω τον εαυτό μου και να δώσω μόνο τα πιο σημαντικά σημεία, που είμαι σίγουρος, θα χρησιμεύσουν σαν μάθημα για το προλεταριάτο όλων των χωρών, που δεν ξέρει ακόμα πως ο Σταλινισμός μόνο ένα Κομμουνιστικό κίνημα δεν αντιπροσωπεύει.

Θεωρώ πως η εμπειρία μας είναι ένα καλό μάθημα, επειδή ξέρω πως η εργατική τάξη κάθε χώρας μαθαίνει όχι μόνο απ την δική της εμπειρία, αλλά και απ τις πικρές εμπειρίες των εργατών από άλλες χώρες. Όταν κάποιος φωνάζει πως κάπου πέφτει μια φωτιά, θα ήταν τρελός, ακόμα και ηλίθιος να βάλει τα χέρια κάποιου άλλου για να το επιβεβαιώσει.

Και τώρα, ας μπούμε στο θέμα μας.

Πριν το 1941 δεν υπήρχε Κομμουνιστικό Κόμμα Αλβανίας. Υπήρχαν μόνο τρεις οργανώσεις – η οργάνωση της Σκόδρας, η Οργάνωση της Νεολαίας, και η Οργάνωση της Κορυτσάς – και παρόλο που ισχυριζόντουσαν πως ήταν κομμουνιστικές οργανώσεις είχαν αναμεταξύ τους διαμάχη. Η έλλειψη εμπειρίας και η υποτιθέμενη μαρξιστική – λενινιστική εκπαίδευση που είχαν, δεν ώθησε αυτές τις οργανώσεις να χαράξουν μια συγκεκριμένη πολιτική γραμμή. Η κάθε οργάνωση, έπραττε με βάση τις δικές της ιδέες και με τα δικά της πολιτικά ερεθίσματα, και το μεγαλύτερο μέρος της δράσης τους αποτελούταν από πολεμική ρητορική εναντίον των άλλων δυο αντίπαλων οργανώσεων.

Στο τέλος του 1941 και αφού η ΕΣΣΔ μπήκε στον πόλεμο, η οργάνωση της Σκόδρας και η οργάνωση της Κομμουνιστικής Νεολαίας ένιωσαν την ανάγκη για ένωση των δυνάμεων τους και την ιδία περίοδο έκαναν έκκληση στη Κομμουνιστική Οργάνωση Κορυτσάς η οποία, παρά τις εκκλήσεις, αρνήθηκε να είναι μέρος της Ένωσης. Αδύνατοι να καταφέρουν την Ένωση αυτές οι οργανώσεις και βλέποντας την ΕΣΣΔ (που την θεωρούσαν ως φρούριο του παγκόσμιου Κομμουνισμού) χτυπημένη απ’ τις χιτλερικές δυνάμεις, αποφάσισαν να ζητήσουν παρέμβαση ξένων συντρόφων. Οι σύντροφοι της Σκόδρας και της Κομμουνιστικής Νεολαίας που είχαν βάση στην αλβανική επαρχία του Κοσσόβου, η οποία ήταν κάτω απ’ το Γιουγκοσλαβικό καθεστώς, βρήκαν την ευκαιρία να συνδεθούν με τους Γιουγκοσλάβους σταλινικούς Μιλαντίν Ποπόβιτς και Ντούσαμ Μουγκόσα. Οι Αλβανοί σύντροφοι απ’ το Κόσσοβο, εξήγησαν την κατάσταση των τριών οργανώσεων στους Γιουγκοσλάβους σταλινικούς, και οι τρεις ηγέτες των οργανώσεων αυτών σε συμφωνία, προσκάλεσαν τους Γιουγκοσλάβους συντρόφους για να βοηθήσουν στην ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Αλβανίας στα Τίρανα και να μπει ένα τέλος στις παλιές διαμάχες.

Οι δυο σταλινικοί ήρθαν παράνομα στα Τίρανα και παρόλο που δεν είχαν καμιά επίσημη εξουσιοδότηση απ το Κ.Κ. Γιουγκοσλαβίας, έγιναν δεκτοί κι οι προτάσεις τους «υιοθετηθήκαν» απ’ τους συντρόφους.

Η πρώτη τους ιδέα ήταν να συγκαλέσουν ένα Συνέδριο μ’ έναν συγκεκριμένο αριθμό στελεχών από κάθε οργάνωση. Στο συνέδριο, που σκοπό είχε την ίδρυση του ΚΚ Αλβανίας, υπήρξαν 16 εκπρόσωποι απ’ τις τρεις κομμουνιστικές οργανώσεις.

Το Συνέδριο της Ίδρυσης του Κόμματος

Οι εκπρόσωποι από την κάθε οργάνωση έκαναν μια αναφορά και μια αυτοκριτική για την δράση των οργανώσεων τους, και την ίδια στιγμή έκαναν κριτική για την δράση των άλλων δυο οργανώσεων. Μετά από κάθε ραπόρτο, κριτικό και αυτοκριτικό, υπήρξε μια γενική συζήτηση η όποια μετατράπηκε σε αψιμαχία αντιπαραθέσεων.

Στην διάρκεια της συζήτησης οι Γιουγκοσλάβοι, που είχαν αντιληφθεί την επαναστατική ψυχή και συνείδηση της Νεολαίας, εκμεταλλευτήκαν την μετριοφροσύνη και την ειλικρίνεια των νέων για να κάνουν αυτήν τη κριτική:

  1. Η Νεολαία δεν έχει καταφέρει να πραγματοποιήσει μια ριζοσπαστική δράση για τις λαϊκές μάζες.
  2. Έχουν περιοριστεί κυρίως στην διαμόρφωση των στελεχών και στην μετάφραση Μαρξιστικών έργων.

Οι ηγέτες της Οργάνωσης Κομμουνιστικής Νεολαίας, οι σ. Αναστάς Λουλά και ο σ. Τζέπι, συμφωνήσαν σε πολλά που είχαν να κάνουν με τις άλλες δυο οργανώσεις, και ο σύντροφος Βασίλ Σάντο, έδωσε απάντηση στην γελοία κριτική ως εξής: «Δεν είπαμε πως έχουμε κάνει όλα όσα έπρεπε να ‘χουμε κάνει. Αλλά απ’ την άλλη, δεν είναι και τόσο εύκολο όσο νομίζετε, να κάνουμε αυτά που μας προτείνετε. Γιατί δεν έχετε γνώση, για τις συνθήκες και τις περιστάσεις στη χώρα μας. Ούτε και εμείς ξέρουμε τις συνθήκες και τις περιστάσεις στην δική σας χώρα. Στην Αλβανία, ο Κομμουνισμός, είναι μια εισαγόμενη ιδεολογία. Δεν είναι προϊόν της ανάπτυξης των οικονομικών συνθηκών της αλβανικής κοινωνίας. Εδώ το Κομμουνιστικό Κίνημα έχει αναπτυχτεί από τους διανοουμένους και από τους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

«Η Αλβανία είναι μια υποανάπτυκτη, αγροτική χώρα, δίχως βιομηχανία. Δεν υπάρχει το προλεταριάτο των εργοστασίων ανάμεσά μας, και δεν έχουμε μια προλεταριακή οργάνωση, που να έχει τουλάχιστον έναν οικονομικό στόχο.

«Ακόμα, δεν πρέπει να κάνετε το λάθος και να βλέπετε τις σημερινές και τις παλιές συνθήκες, από την ίδια σκοπιά. Οι νέες συνθήκες, είναι μια παρωδία των παλιών. Στην αρχή, τις πρώτες ημέρες της φασιστικής Κατοχής στην χωρά μας, ήταν δύσκολο να κάνουμε μια ανοιχτή ριζοσπαστική δράση για δυο λογούς. Πρώτα, οι επέλαση των ναζί – φασιστικών στρατευμάτων έκανε τον λαό να χάσει την πιστή του στην ενδεχόμενη νίκη των Συμμάχων. Δεύτερον, επειδή τις πρώτες μέρες της Κατοχής ο φασισμός, για να πετύχει τους στόχους του, καλυτέρεψε στο ελάχιστο την οικονομική κατάσταση της κοινωνίας, που ήταν πολύ χειρότερή στις μέρες του Βασιλέα Ζογκ.

«Κατά τα αλλά, κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε για να έχουμε με το μέρος μας τα λαϊκά στρώματα. Ποτέ δεν περιορίσαμε την δράση μας στην διαμόρφωση των στελεχών και στην μετάφραση των βιβλίων, όπως ισχυρίζεται η Κομμουνιστική Οργάνωση της Κορυτσάς, η όποια ξαναεμφανίζει με κάποιο τρόπο τις παλιές μας έχθρες. Δεν είμαστε αντίθετοι με την φιλική κριτική: αντιθέτως, την δεχόμαστε γιατί η κριτική για τις δράσεις μας στον παρελθόν μας δυναμώνει και αυξάνει τις εμπειρίες μας για το μέλλον. Είμαστε μια Κομμουνιστική οργάνωση Νεολαίας, γεμάτοι ενθουσιασμό αλλά με ελάχιστη κι ελλιπέστατη εμπειρία. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τις άλλες δυο οργανώσεις, που έχουν υπερβάλλει σε μεγάλο βαθμό, για την δράση τους όπως την έχουν περιγράψει στις αναφορές.

«Δεν είχαμε ποτέ την πρόθεση να ασχοληθούμε αποκλειστικά με την διαμόρφωση των στελεχών, με την ιδέα πως μια κεντρική αντίληψη θα ταίριαζε στις λαϊκές μάζες. Δεν υπάρχουν περιορισμοί στην διαμόρφωση των στελεχών. Η διαμόρφωση των στελεχών και η οικοδόμηση των σχέσεων με τις λαϊκές μάζες είναι δυο αλληλένδετα πράγματα: όσο πιο πολλά στελέχη έχουμε, τόσο πιο πολύ θα συνδεθούμε με τις λαϊκές μάζες και όσο πιο πολύ συνδεθούμε με τις λαϊκές μάζες, τόσο πιο μεγάλη θα είναι η δύναμη κι ο αριθμός των στελεχών. Μόλις τελειώσαμε τις σπουδές μας ήρθαμε στην χώρα, και ιδρύσαμε φοιτητικούς κύκλους παντού, οι όποιοι μέρα με την μέρα μεγαλώνουν σε αριθμό. Και το κάναμε αυτό για το συμφέρον του σκοπού μας, δίχως να λάβουμε υπόψη μας οποιουσδήποτε υπολογισμούς προσωπικής φύσης. Σήμερα σε μια αλλαγμένη κατάσταση, τώρα που ο καθένας μπορεί να δει με τα μάτια του ότι τα «θρυλικά στρατεύματα» του Ντούτσε είναι σε ακινησία και όσο οι αλβανοί φασίστες αξιωματούχοι καυχιούνται, είμαστε ικανοί να πάρουμε με το μέρος μας τις λαϊκές μάζες σε μεγαλύτερο βαθμό και την ιδία στιγμή να αρχίσουμε την αντιφασιστική μας δράση, κατά της φασιστικής πανούκλας και των δουλών αξιωματούχων της.

«Τέλος, ό,τι κι αν έγινε στο παρελθόν δεν μπορεί να αλλάξει. Κάποιοι κατάφεραν περισσότερα, κάποιοι λιγότερα. Ο στόχος μας λοιπόν, είναι να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε ως καλοί κομμουνιστές.»

Άσχετα, αν οι δηλώσεις αυτές δεν ήταν για προσωπική δικαιολόγηση αλλά ένα μέρος της αληθείας, οι εκπρόσωποι της Κομμουνιστικής Νεολαίας δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν, γιατί οι δυο Γιουγκοσλάβοι σταλινικοί τους αντιμετώπιζαν τόσο ψυχρά. Επιπρόσθετα, όταν οι εκπρόσωποι ζήτησαν περισσότερες επεξηγήσεις και προτάσεις, οι σταλινικοί εκνευρίστηκαν και τους επέπληξαν με την κατηγορία του «διανοουμενισμού». Κάθε φορά που δεν έβρισκαν επιχειρήματα, οι σταλινικοί χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο ως κατηγορία.

Οι Αλβανοί σύντροφοι ζήτησαν με ειλικρίνεια και καλόπιστα, επεξηγήσεις. Ζήτησαν επεξηγήσεις προκειμένου να μάθουν με σαφήνεια, τι έπρεπε να κάνουν για να επιτυγχάνουν τους στόχους τους. Προφανώς, υπάρχουν περιπτώσεις όπου αυτό θα απαιτούσε πολύ χρόνο από τους ηγέτες, αλλά οι αποφάσεις που πρώτα επεξηγούνταν κι έπειτα έμπαιναν σε ισχύ, ήταν οι εξαιρέσεις και όχι ο κανόνας. Παρ’ όλα αυτά, οι σύντροφοι που ήταν αντίθετοι αποδεχτήκαν τις αποφάσεις της πλειοψηφίας άσχετα απ την ορθότητα των απόψεών της.

Μετά το πέρας των συζητήσεων, ο Μιλαντίν ζήτησε απ την διάσκεψη των αλβανών συντρόφων να τον εξουσιοδοτήσουν για να διορίσει την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος. Συμφωνήσαν όλοι οι σύντροφοι, καλόπιστα και με παντελή άγνοια των γνωστών σταλινικών ελιγμών. Ο Μιλαντίν ανέφερε έπειτα τα ονόματα τον τριών υποψήφιων από κάθε οργάνωση. Αλλά καθόρισε πως οι υποψήφιοι δεν θα επιλέγονται απ τους παλαιούς ηγέτες των οργανώσεων, γιατί οι τυχόν διαφορές τους θα έφερναν σε κίνδυνο το έργο του Κόμματος κι ιδιαίτερα αν προέκυπταν ανάμεσα σε μελή της Κεντρικής Επιτροπής. Αυτό το επιχείρημα θεωρήθηκε επίσης σωστό από τους Αλβανούς συντρόφους.

Λίγες μέρες αργότερα, οι ηγέτες της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Νεολαίας έμαθαν πως το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε σχηματιστεί κυρίως από τους ηγέτες των άλλων οργανώσεων, και μόνο ένα μέλος απ’ την οργάνωσή τους ήταν μέλος της Κ.Ε. Αν κι απογοητευμένοι από την πρωτοφανή κακοπιστία και πονηρία του Μιλαντίν, δεν έφεραν αντίρρηση. Πράγματι, η οργάνωση σκέφτηκε πως ο Μιλαντίν, ως πεπειραμένος ξένος σύντροφος ενέργησε με απολυτό γνώμονα το συμφέρον του Κόμματος. Επίσης, δεν ήθελαν να πιστεύει ο Μιλαντίν πως ήθελαν να γίνουν μελή της Κεντρικής Επιτροπής με κάθε κόστος. Την οργάνωση Νεολαίας δεν την ενδιέφερε να κερδίσει θέσεις και υψηλά πόστα. Ο κύριος στόχος της ήταν το συμφέρον του Κόμματος.

Αλλά οι ενέργειες του Μιλαντίν ταιριάζουν με το χαρακτήρα του. Σαν σταλινικός γραφειοκράτης δεν θα μπορούσε να ενεργήσει διαφορετικά. Οι εντολές που είχε λάβει από τους ανώτερούς του είχαν ως σκοπό την δημιουργία μιας κλίκας πρακτόρων που θα ήταν υπό τις διαταγές του Κρεμλίνου. Ο Μιλαντίν κατάλαβε πως οι ηγέτες της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Νεολαίας που ήταν γνήσιοι μαρξιστές – λενινιστές με επίγνωση της αποστολής τους και επαναστάτες με όλη την σημασία του όρου, θα ήταν εμπόδιο στην εκτέλεση του σχεδίου του.

Η κλίκα δημιουργείται

Από τη στιγμή που οι κατάλογοι μελών των τριών οργανώσεων δόθηκαν στην Κεντρική Επιτροπή, μαζί με όλους τους υλικούς πόρους (πολιτική βιβλιογραφία, γραφομηχανές, κεφάλαια κλπ.), ένας από τους Γιουγκοσλάβους, ο Ντουσάμ Μουγκόσα, και ένα μέλος της Κ.Ε., που ήταν ο «υπασπιστής» του, άρχισαν να ιδρύουν τομείς. Φοβούμενοι τα μέλη της Οργάνωσης Νεολαίας, ανέθεταν την οργάνωση των τομέων, σε μέλη και υποστηρικτές των άλλων δυο οργανώσεων, με στόχο την εξασφάλιση της πλειοψηφίας στα συνέδρια των περιφερειακών επιτροπών. Έπραξαν έτσι, με τη πρόφαση, πως λίγοι από τους συντρόφους είχαν τα απαραίτητα προσόντα για να γίνουν μέλη.

Ταυτόχρονα, για να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία, δεν δίστασαν να φέρουν ανθρώπους, εξαιρετικά αμφιβόλου χαρακτήρα. Δεν είχαν πρόβλημα με τους ανθρώπους που δεν είχαν χαρακτήρα ή δεν είχαν εκπαίδευση : Αυτό με το οποίο είχαν πρόβλημα, ήταν οι κομμουνιστές. Οι φόβοι τους ήταν αβάσιμοι, αλλά άνθρωποι με συγχυσμένη συνείδηση ​​τείνουν να υποψιάζονται ολόκληρο τον κόσμο. Αν οι ηγέτες της Οργάνωσης Κομμουνιστικής Νεολαίας επιδίωκαν να λάβουν θέσεις, θα μπορούσαν να το είχαν κάνει από την αρχή, αρνούμενοι να εμπιστευτούν το διορισμό της Κ.Ε. από τους Γιουγκοσλάβους, και επιμένοντας ότι πρέπει να δοθούν οι θέσεις αυτές σύμφωνα με τη θέληση και τη συμμετοχή τους.

Κατά τη διάρκεια του Συνέδριου των αντιπροσώπων του 1941, που έπρεπε να εκλέξει την Περιφερειακή Επιτροπή Τιράνων, ένα μέλος της Οργάνωσης Νεολαίας, αντέδρασε ενάντια στις μεθόδους εκλογής, που τις αποκάλεσε «φασιστικές». Ο σύντροφος αγανάκτησε από τη συμπεριφορά των Γιουγκοσλάβων, οι οποίοι έστησαν διάφορα κόλπα για να εκλέξουν τους υποψηφίους της επιλογής τους.

Προφανώς αυτά τα γεγονότα και άλλα συμβάντα, έφεραν δυσαρέσκεια στους μαχητές της Νεολαίας. Οι δυσαρεστημένοι σύντροφοι απευθύνθηκαν στους προηγούμενους ηγέτες τους, τους συντρόφους Αναστάς και Τζέπι, προκειμένου να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους. Οι ηγέτες, τους συμβούλεψαν, να μην βάλουν τους προσωπικό τους θυμό, πάνω απ’το συμφέρον του Κόμματος. Τους συμβούλεψαν να συζητούν κάθε λάθος ή πρόβλημα με τους ηγέτες του τομέα τους. Τους συνέστησαν επίσης, να μην βιάζονται και παρασύρονται, δεδομένου ότι το Κόμμα ήταν νέο και τα λάθη θα ήταν αναπόφευκτα.

albania

Παρά τις προσπάθειες των συντρόφων Αναστάς και Τζέπι να κάνουν το καλύτερό τους για να ηρεμήσουν οι δυσαρεστημένοι σύντροφοι, μιλώντας υπέρ του Κόμματος όλη την ώρα, αυτοί κατηγορήθηκαν από τον Μιλαντίν και απ’ το δικαστήριο της Κ.Ε., ως «προβοκάτορες». Αυτές οι κατηγορίες βάραιναν πολύ για αυτούς. Είχαν δείξει αρκετό πολιτικό θάρρος και είχαν αντιμετωπίσει πολύ μεγαλύτερες πολιτικές δυσκολίες κατά τη διάρκεια της φασιστικής κατοχής, αλλά και κάτω από το δικτατορικό καθεστώς του βασιλιά Ζογκ. Αν ήθελαν να αντιπαρατεθούν, είναι βέβαιο ότι είχαν αρκετό θάρρος να αντιπαρατεθούν με τον Μιλαντίν ανοιχτά, αυτόν το ίδιο Μιλαντίν που οι ίδιοι είχαν ελευθερώσει από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και τον είχαν φέρει στα Τίρανα, και που του έδωσαν πολιτική εξουσία στο Κόμμα, με την βούληση τους.

Οι πρώτες διαμάχες

Μόλις ο Μιλαντίν εδραίωσε τη θέση του στο Κόμμα, και διαμόρφωσε την δική του κλίκα, κάλεσε ένα συνέδριο του οποίου σκοπός ήταν να τεθούν ο σύντροφος Αναστάς Λούλα κι ο σύντροφος Τζέπι σε δίκη με την κατηγορία της συνομωσίας. Εδώ σας δίνω το κείμενο της απόφασης του συνεδρίου:

«Έχει αποδειχθεί πως εσείς οι δυο, δεν έχετε απαλλαγεί ακόμα από το σεχταρισμό, και το ακόμη πιο σοβαρό, είναι πως είστε οι κύριοι υποκινητές αυτού του σεχταρισμού για τους άλλους συντρόφους της πρώην οργάνωσης σας. Θα πρέπει να παραδεχτείτε ότι αυτό είναι ένα εμπόδιο για το Κόμμα. Η Διάσκεψη σας δίνει την εντολή να ομολογήσετε τα λάθη σας και να κάνετε μια αυτοκριτική για τις πράξεις σας.»

Εκτός από τον Μιλαντίν και τους πράκτορές του στην Κ.Ε. που συμμετέχουν σε αυτό το Συνέδριο, ήταν κι ένα άτομο που μόλις τρεις μήνες πριν είχε κατηγορηθεί από τον ίδιο τον Μιλαντίν πως ήταν πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών. Παρά το γεγονός αυτό, ο Αναστάς κι ο Τζέπι δεν διαμαρτυρήθηκαν, και του επετράπη να παρακολουθήσει την διάσκεψη. Η απάντηση τους ήταν η εξής :

«Είναι προφανές ότι, όταν κάποια πράγματα δεν πηγαίνουν καλά στο Κόμμα, πρέπει να υπάρχει κάποιο εμπόδιο στην ανάπτυξή του. Και εμείς συμφωνούμε μαζί σας ότι αυτό το εμπόδιο είναι το παλαιό πνεύμα των οργανώσεων. Αλλά δεν θα πρέπει να εξετάσουμε το πνεύμα της οργάνωσης μονόπλευρα. Σαν μαρξιστές πρέπει πάντα να προσπαθήσουμε να επιλύσουμε τα προβλήματά μας με τη βοήθεια του διαλεκτικού υλισμού. Ξέρετε καλά, πως δεν υπάρχει δράση δίχως αντίδραση. Το παλαιό πνεύμα της οργάνωσης που εκφράζεται απ’ τους συντρόφους μας, είναι το προϊόν του πνεύματος που επικρατεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στις άλλες δύο ομάδες που βρίσκονται στην ηγεσία του Κόμματος. Η εξάλειψη του παλαιού πνεύματος της οργάνωσης, που υπάρχει ανάμεσα στους συντρόφους της ηγεσίας, θα οδηγούσε γρήγορα στο να διαλυθεί και μεταξύ των άλλων συντρόφων. Αλλά δεδομένου ότι μας φέρατε σε δίκη, δεν μπορούμε να εκθέσουμε τα δικά σας λάθη. Δεν έχουμε καμία άλλη επιλογή : ή θα υπερασπιστούμε το συμφέρον του Κόμματος, η θα κλείσουμε τα μάτια. Επαναλαμβάνουμε ότι το παλαιό πνεύμα της οργάνωσης θα διαλυθεί μόνο στη βάση της δικαιοσύνης και της αντικειμενικότητας».

Η Διάσκεψη έκλεισε με την δήλωση του συντρόφου Μιλαντίν :

« Η Κ.Ε. σας διαγράφει από το Κόμμα αλλά λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιότητές σας ως παλαιοί επαναστάτες, αποφάσισε να διατηρήσει την επαφή μαζί σας, αν είστε πρόθυμοι να συμφωνήσετε με τις αποφάσεις της. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να σας προειδοποιήσω ότι αν δείξετε μια εχθρική στάση, το κόμμα θα λάβει πιο δραστικά μέτρα εναντίον σας.»

Ακόμη και ένα παιδί θα μπορούσε να καταλάβει το προφανές γεγονός ότι η Κ.Ε. του Αλβανικού Κομμουνιστικού Κόμματος υπήρχε κατ ‘όνομα μόνο, ενώ στη πραγματικότητα. αποτελούνταν μόνο από τον Μιλαντίν Πόποβιτς και τον Ντουσάμ Μουγκόσα. Όλοι γνωρίζουν ότι τα μέλη της Κ.Ε. ήταν πράκτορες κι εκτελεστές των εντολών του Μιλαντίν.

Ο σύντροφος Αναστάς κι ο σύντροφος Τζέπι, που αγάπησαν το Κόμμα περισσότερο κι απ’ τη δική τους ζωή, κι έλπιζαν ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν, δεν ήταν μόνο ανίκανοι για μια εχθρική στάση ενάντια στο Κόμμα αλλά αντιθέτως, ήταν πρόθυμοι να παραμείνουν στη διάθεσή του ανά πάσα στιγμή.

Από εκείνη τη στιγμή, δεχόμενοι τη συνεργασία που τους προσέφερε ο Μιλαντίν, άρχισαν να υποψιάζονται ότι οι συστηματικές επιθέσεις του δεν θα τους έβγαιναν σε καλό. Η συμπεριφορά του Mιλαντίν τους έδειξε ότι δεν ήταν γνήσιος κομμουνιστής. Άρχισαν να τον θεωρούν ως ένα πανούργο Σέρβο σοβινιστή που, κάτω από τη μάσκα του κομμουνιστή, ήθελε να διαμορφώσει μια κλίκα για να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα της χώρας του.

Παρ ‘όλα αυτά, οι ηγέτες της Οργάνωσης Νεολαίας σκέφτηκαν ότι ήταν καλύτερα να αφήσουν την ευθύνη για τις συνέπειες αυτής της κατάστασης στη Κ.Ε. Αντί να προκαλέσουν μια διάσπαση στο Κόμμα, προτίμησαν να υπακούσουν. Παρά το γεγονός ότι είχαν διαγραφεί από το Κόμμα, εκπλήρωναν όλα τα καθήκοντα τους σχολαστικά και με καλή θέληση.

Δυστυχώς, όμως, η τιμιότητα και η επαναστατική συνείδηση τους, είχαν ερεθίσει την γραφειοκρατική κλίκα. Οι ειλικρινείς σύντροφοι και οι καλοί επαναστάτες, οι οποίοι απολάμβαναν μεγάλη συμπάθεια στις τάξεις των βαθμοφόρων και των οπλιτών, έπρεπε να εξαλειφθούν με κάθε κόστος. Για το λόγο αυτό, η ηγεσία διέταξε τους πράκτορές της να συγκροτήσει τον έλεγχο επί των δραστηριοτήτων όλων των γνήσιων κομμουνιστών γενικότερα και των δύο πρώην συντρόφων ειδικότερα. Ο Αναστάς κι ο Τζέπι, παρόλο που το κατάλαβαν αυτό, δεν έκαναν καμία διαμαρτυρία στο όνομα της ανάγκης ενός κομμουνιστικού κόμματος που θα ελέγχει τη δραστηριότητα των συντρόφων. Αυτό που τους έκανε να αγανακτήσουν όμως, ήταν το γεγονός ότι αυτοί που είχαν τοποθετηθεί για τον έλεγχο δεν είχαν ούτε την ελάχιστη μαρξιστική εκπαίδευση γι’ αυτή την αποστολή. Το έργο αυτό είναι πράγματι ειδικό, γιατί ένας σύντροφος με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο δεν μπορεί να κρίνει τα θέματα σωστά και είναι ικανός να κάνει ανακριβείς εκθέσεις, που θα εκθέτουν τους υπό επιτήρηση συντρόφους του.

Αλλά το χειρότερο ήταν πως οι παράγοντες αυτοί ήταν υπό τις οδηγίες της Κ.Ε. με σκοπό να φέρουν δυσμενείς εκθέσεις για τους συντρόφους που είχαν υπό επιτήρηση. Μια ολόκληρη σειρά από εκθέσεις έγιναν, αλλά το περιεχόμενο τους παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστο στους εν λόγω συντρόφους. Οι σύντροφοι ήξεραν ότι η κομμουνιστική αρχή του ελέγχου των μελών βασίζεται στην άριστη πρόθεση αποκάλυψης και διόρθωσης σφαλμάτων. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί αυτό το στοιχείο ελέγχου για το σκοπό της παγίδευσης των συντρόφων. Δυστυχώς, στο Κομμουνιστικό Κόμμα Αλβανίας το πνεύμα της παγίδας επικράτησε επί του πνεύματος της διόρθωσης σφαλμάτων. Ο αποτελεσματικός έλεγχος από πάνω προς τα κάτω, όπως ο Λένιν τον εννοούσε, δεν μπήκε ούτε μια φορά στην πράξη από το αλβανικό Κ.Κ. Υπήρξε αποκλειστικά αυστηρός έλεγχο από τα πάνω, ενώ ο Λενινισμός μας διδάσκει ότι ο έλεγχος πρέπει να είναι πολύ ισχυρότερος από τα κάτω, γιατί τα σφάλματα που μπορεί να διαπραχθούν από τους ηγέτες μπορεί να είναι καταστροφικά, ενώ εκείνα που διαπράττονται από μεμονωμένα μέλη δεν μπορούν να βλάψουν σοβαρά το Κόμμα.

Όταν ένας σύντροφος προσπαθούσε να ασκήσει κριτική για τυχόν σφάλματα που διαπράχθηκαν από έναν ηγέτη του κόμματος, όχι μόνο δεν είχε το δικαίωμα, αλλά κατηγορούταν και από την ηγεσία ως ένας «Τζεπιστής», σαν «τροτσκιστής – σαμποτέρ». Για να αποφύγουν με αυτόν τον τρόπο την διαστρέβλωση, οι σύντροφοι δεν τολμούσαν επικρίνουν τα λάθη που θα μπορούσαν να έχουν λυθεί.

Εδώ σας δίνω ένα παράδειγμα της κριτικής που ένα μέλος ενός τομέα απηύθυνε σε ένα μέλος της Περιφερειακής Επιτροπής του Αυλώνα σχετικά με τον ηγέτη τους. Ο εν λόγω σύντροφος, γυρνώντας ένα βράδυ από το ένα χωριό στο άλλο με συνοδεία ένοπλων ανταρτών, συναντήθηκε με κάποια φασιστική πολιτοφυλακή και αντί να δείξει τον εαυτό του ως άξιος της θέσης που κατείχε στο κόμμα, έφυγε σαν δειλός, εγκατέλειψε τους συντρόφους του, ξέχασε ακόμα και το παλτό του. Σε μια άλλη περίπτωση, κατά τη διάρκεια μιας μάχης, μια επικής μάχης του αλβανικού λαού κατά της φασιστικής στρατιάς στο χωριό Γκιόρμι, αυτό το ίδιο άτομο, έφυγε από το μέτωπο με την πρόφαση ότι είχε έναν στομαχόπονο, ενώ στην πραγματικότητα πήγε στο διπλανό χωριό, για να φάει ψητό κοτόπουλο και να απομακρυνθεί απ’ τους θορύβους της μάχης …. Υπήρχαν πολλές άλλες παρόμοιες περιπτώσεις.

Δίωξη κατά της Αντιπολίτευσης

 Η γραφειοκρατική κλίκα του Κόμματος, ανησυχώντας σοβαρά από τις συνεχείς επικρίσεις και βλέποντας πως χάνει έδαφος κάθε μέρα, αποφάσισε να βρει κάποια διέξοδο από αυτό το αδιέξοδο. Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να υπερασπιστεί τις θέσεις της ήταν να απαλλαγεί από την επαναστατική αντιπολίτευση όσο το δυνατόν γρηγορότερα, όσο ήταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Για να τη συντρίψει, η κλίκα αποφάσισε να απαλλαγεί από όλους τους ασυμβίβαστους επαναστάτες μέσω των μυστικών δολοφονιών.

Μόλις ελήφθη η απόφαση, έπρεπε να μπει άμεσα σε εφαρμογή. Η πιο γνωστός μαρξιστής – λενινιστής στην Αλβανία, ο Αναστάς Λούλα, δολοφονήθηκε βάναυσα. Aυτή τη τρομερή είδηση ​​την έδωσε ο σύντροφος Ντίφη, πολιτικός επίτροπος του τάγματος της Μαλακάστρας (που ήταν τότε η μεγαλύτερη ενιαία κομματική στρατιωτική μονάδα). Αυτός το αφοσιωμένος επίτροπος της Επαναστατικης Αντιπολίτευσης συναντήθηκε με τον σύντροφο Τζέπι, προκειμένου να συζητήσει το θέμα μαζί του και να συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο δράσης. Ο Ντίφη είπε συγκεκριμένα :

«Έμαθα κάτι το οποίο είναι δυσάρεστο και αποκρουστικό θα έλεγα, όχι μόνο για σένα προσωπικά, αλλά και για το καθένα μας. Αρκετές ημέρες πριν, η Κ.Ε. πραγματοποίησε μια διάσκεψη όπου αποφασίστηκε να καταδικάσουν εσένα, τον Αναστάς και άλλους συντρόφους σε θάνατο. Ο Αναστάς τέθηκε υπό κράτηση από μια διμοιρία από το τάγμα στο οποίο ανήκε και τον πήγαν μακριά σε ένα χωριό, με την κατηγορία του τροτσκιστή, του προδότη, του κατάσκοπου και ούτω καθεξής. Όταν προσπάθησε να μιλήσει, για να αντικρούσει αυτές τις κατηγορίες, τον έδιωξαν από το τομέα του και τον δολοφόνησαν βάναυσα. Σε περίπτωση σου έχουν αποφασίσει ένα διαφορετικό είδος δολοφονίας. Γνωρίζοντας ότι έχεις μεγάλη δημοτικότητα στο Κόμμα και στους κατοίκους του Αυλώνα, έχουν αποφασίσει να σε σκοτώσουν κρυφά τη νύχτα και να οργανώσουν την επόμενη μέρα μια κηδεία, με στεφάνια και ομιλίες, εξυμνώντας τον ηρωισμό και τις αρετές σου. Το πρόβλημά μας είναι να αποφασίσουμε τι μπορούμε να κάνουμε για να βάλουμε ένα τέλος σε αυτή την ατομική τρομοκρατία. Ξέρω ότι αυτό που κάνω είναι μια παραβίαση κομματικής πειθαρχίας, αλλά αυτή η παράβαση είναι απολύτως απαραίτητη για τη διάσωση του Κόμματος και την πρόληψη από τα λάθη που μπορούν να μας οδηγήσουν μόνο στην καταστροφή. Και ξέρω, πως για έναν σύντροφο σαν κι εσένα, όλα αυτά που λένε, είναι όλα ψέματα. Αν είχες καμία πρόθεση να βλάψεις το Κόμμα, προκειμένου να αναλάβεις την ηγεσία, όπως λένε, ξέρω ότι θα το είχες εμπιστευθεί πρώτα σε μένα, που είμαι πιο οικείος σύντροφος σου. Ακριβώς το αντίθετο ισχύει. Κάθε φορά που εξέφραζα τη δυσαρέσκειά μου για την Επιτροπή του Αυλώνα, έχεις προσπαθήσει να με πείσεις ότι ήταν απαραίτητο να έχουμε εμπιστοσύνη στο Κόμμα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να σε κατηγορούν για προδοσία. Για μένα δεν είναι παρά μόνο μια κλίκα που, κάτω από τη μάσκα του κομμουνισμού, επιδιώκουν να εξασφαλίσουν ένα διαρκές μονοπώλιο στην ηγεσία του Κόμματος, και για να επιτευχθεί αυτό, έχουν αποφασίσει να εξολοθρεύσουν όλους τους άξιους επαναστάτες, με κάθε κόστος. Πώς μπορεί κανείς να δικαιολογήσει τη δολοφονία των συντρόφων, χωρίς δίκη και χωρίς καμία δυνατότητα να υπερασπιστούν τους εαυτό τους ? Πιστεύω ότι αυτό που γίνεται, είναι μια ανοιχτή προδοσία για το επαναστατικό κίνημα μας, αλλά σου ζητώ, ως έμπειρος κομμουνιστής, να μας δείξεις κάποιο τρόπο σύμφωνα με τον οποίον μπορούμε να βάλουμε ένα τέλος σ’ όλο αυτό.»

Κατά τη γνώμη του Τζέπι ο καλύτερος κομμουνιστικός τρόπος, ήταν να συγκαλέσει μια διάσκεψη που να αποτελείται από τουλάχιστον δύο εκπροσώπους από κάθε κλάδο της Περιφερειακής Επιτροπής του Αυλώνα, συν ένα ή δύο μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. (Ο Αυλώνας ήταν ένα από τα πιο γνωστά επαναστατικά κέντρα, και πίστευε πως ήταν το καλύτερο μέρος για να αρχίσουν να εφαρμόζονται οι λενινιστικές αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Οι άλλοι θα ακολουθήσουν το παράδειγμά του αργότερα. ). Ο στόχος της διάσκεψης αυτής θα πρέπει να είναι μια γενική εξέταση για τα σφάλματα και τα λάθη που είχαν διαπραχθεί, και να καταδικάσει όσους ήταν υπεύθυνοι για την κατάσταση αυτή. Εάν η διαδικασία έδειχνε πως η Επιτροπή του Αυλώνα δεν είχε την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των συντρόφων, μια νέα Επιτροπή θα έπρεπε να εκλεχθεί με δημοκρατικό τρόπο.

Άσχετα αν το 80 τοις εκατό από τα μέλη, υποστήριζαν την διεξαγωγή του Συνεδρίου, η Επιτροπή του Αυλώνα, μαζί με την Κεντρική Επιτροπή αντιτέθηκαν κατηγορηματικά. Στην αρχή προσποιούνται πως συμφωνούν με την ιδέα ενός τέτοιου Συνεδρίου, αλλά το έκαναν μόνο και μόνο για να κερδίσουν χρόνο και να προετοιμάσουν ένα σχέδιο για την εξάλειψη των πιο ενεργών και ευσυνείδητων συντρόφων. Μόλις ολοκλήρωσαν τα τρομοκρατικά τους σχέδια, συνέλαβαν κρυφά τον πολιτικό επίτροπο του χωριού Ντουκάτι. Μπορεί επίσης να είχαν οργανώσει ενέδρα στο σύντροφο Τζέπι, αλλά δραπέτευσε χάρη στους συντρόφους που τον προειδοποίησαν εγκαίρως. Επίσης, συνελήφθη με ύπουλο τρόπο τον πολιτικό επίτροπο Τζεμίλ Τσακέρρι, και τον διοικητή του τάγματος του Αυλώνα, ο επονομαζόμενος Βάνγκιο (Vangjo). Τους έφεραν σ’ έναν μύλο όπου επρόκειτο να δολοφονηθούν. Ο πολιτικός επίτροπος δολοφονήθηκε βάναυσα, αλλά ο διοικητής κατάφερε να δραπετεύσει, τραυματισμένος στο ένα χέρι, και βρήκε καταφύγιο σε ένα χωριό που οι κάτοικοι του έδωσαν καταφύγιο.

Ο Μεχμέτ Σέχου (που σήμερα είναι γενικό στέλεχος της σταλινικής κυβέρνησης), η πιο διαβόητη εγκληματική φυσιογνωμία στην Αλβανία, πήγε σε αυτό το χωριό και συνέλαβε εκ νέου τον Βάνγκιο, λέγοντας στους ανθρώπους του χωριού ότι η απόπειρα δολοφονίας ήταν ένα ατυχές συμβάν, και πως ο Βάνγκιο θα έπρεπε να παρουσιαστεί ενώπιον του Κομματικού δικαστηρίου.

Στη συνέχεια, ο Βάνγκιο, οδηγήθηκε σε ένα σπίτι στη μέση ενός δάσους, όπου είχε στηθεί ένα πυροβόλο όπλο. Τον κράτησαν αιχμάλωτο για τρεις μήνες και στη συνέχεια κατάφερε να διαφύγει και να επανασυνδεθεί με τους συντρόφους της αντιπολίτευσης.

Εν τω μεταξύ, οι δολοφονίες των αντιπολιτευόμενων επαναστατών έγιναν όλο και πιο συχνές. Στον Τύπο και στα μέσα της προπαγάνδας, η ηγεσία προσπάθησε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι το Συνέδριο είχε ως σκοπό τη διάλυση του Κόμματος, και πως πίσω απ’ όλο αυτό κρύβεται μια συνωμοσία υπό την ηγεσία του Τζέπι.

Αν η επαναστατική αντιπολίτευση συμμετείχε σε συνωμοσία, όπως ισχυριζόντουσαν οι σταλινικοί, η ανατροπή της κλίκας θα ήταν αναπόφευκτη και δεν θα παρουσίαζε καμία δυσκολία απ’ τη στιγμή που η κλίκα ήταν μειοψηφία στον Αυλώνα. Αλλά οι σύντροφοι της επαναστατικής αντιπολίτευσης, μη γνωρίζοντας τις σταλινικές τρομοκρατικές μεθόδους, αντιθέτως, ενέργησε με τον πιο νόμιμο δυνατό τρόπο μέσα στο Κόμμα. Δεν ήταν και δεν θα μπορούσαν να ήταν εχθροί του Κόμματος: Αλλά η ηγεσία – κλίκα είχε πάρει μια αμετάκλητη απόφασή για να τους συντρίψει με κάθε μέσο και κάθε κόστος. Η επαναστατική συνείδηση της Αντιπολίτευσης, δεν της επέτρεπε να χρησιμοποιήσουν τα όπλα της εναντίον των συντρόφων τους. Η σταλινική κλίκα, από την άλλη πλευρά, δεν είχε κανένα ενδοιασμό για να βάψουν τα χέρια τους με αίμα επαναστατών κι αγωνιστών, που είχαν δοκιμαστεί σκληρά απ’ τις φασιστικές δυνάμεις και τις δυνάμεις κατοχής.

Είναι αυτονόητο ότι η επαναστατική αντιπολίτευση της Αλβανίας έπεσε θύμα απ’ τους δικούς της ενδοιασμούς, και αυτό είναι που επιτρέπει την συστηματική εξάλειψη όλων εκείνων που δήλωσαν υπέρ της Διάσκεψης. Θα πρέπει να είναι κατανοητό ακόμη και σε ένα παιδί ότι η γραφειοκρατική κλίκα αρνήθηκε να συγκαλέσει Διάσκεψη, όχι επειδή θεώρησε τη Διάσκεψη σαν κίνδυνο για το Κόμμα, αλλά επειδή δεν ήταν σε θέση να δικαιολογήσει τις πράξεις της, και πάνω απ ‘όλα, επειδή ήταν αδύνατο να εξηγήσει για την αλλαγή της πολιτικής γραμμής τους, που είναι σε διαφωνία με τη Κομμουνιστική πολιτική γραμμή. Ως εκ τούτου, ο ευκολότερος τρόπος ήταν να κερδίσει χρόνο μέσω του τρόμου. Αν οι σταλινιστές ηγέτες ήταν πραγματικοί επαναστάτες, δεν θα είχαν κανένα λόγο να φοβούνται να διεξαχθεί διάσκεψη, της οποίας μοναδικός στόχος ήταν να διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος και να εκλέξει τα καθοδηγητικά όργανα του Κόμματος σε δημοκρατικό πλαίσιο.

Ήταν αδύνατο για τους κομμουνιστές που είχαν κάνει τόσες θυσίες για να ιδρύσουν το Κόμμα να έχουν προσπαθήσουν να καταστρέψουν τους καρπούς της θυσίας τους. Κι οι σταλινικοί, το ήξεραν καλά αυτό. Όχι, ο πραγματικός λόγος της σκευωρίας τους ήταν επειδή φοβήθηκαν μήπως χάσουν την ηγεσία του Κόμματος. Ακόμα και αν είχαν αποδεχθεί την απολύτως δικαιολογημένη πρόταση της επαναστατικής αντιπολίτευσης, θα έμεναν σε απραξία επειδή, ήταν απόλυτα εξαρτημένοι απ’ τους ανώτερους ηγέτες τους. Δεν μπορούσαν να φανταστούν άλλον στη διοίκηση της Αλβανίας εκτός απ’ τον “αρχιστράτηγο” Στάλιν!

Σε κάθε περίπτωση, (κατά την άποψη του συγγραφέα) η τραγική κατάσταση του Κόμματός μας δείχνει έμπρακτα στοιχεία ότι ο σταλινισμός είναι ένα υποκατάστατο του φασισμού, αλλά έχει ξεπεράσει κατά πολύ το φασισμό στις πολιτικές μεθόδους του.

 Κλίκα

Είναι αυτονόητο ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε πολλά από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αλβανίας. Αλλά υπάρχουν και άλλα κομμουνιστικά κόμματα, παλιά κόμματα με καλή επαναστατική παράδοση – όπως το ΚΚ Γαλλίας – των οποίων οι ηγεσίες για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν απλά όργανα της γραφειοκρατικής κλίκας του Κρεμλίνου. Το Αλβανικό Κομμουνιστικό κίνημα ήταν ακόμα σε πρώιμο στάδιο, όταν “μολύνθηκε” απ’ το σταλινισμό. Μερικοί από τους συντρόφους είχαν ακόμη μια ασαφή αντίληψη για το μαρξισμό-λενινισμό. Οι υπόλοιποι ήταν πεπεισμένοι υποστηρικτές σε συναισθηματικό επίπεδο με την ορθότητα του κομμουνισμού και όχι μορφωμένα επαναστατικά μέλη. Είναι πράγματι δύσκολο να γίνει κανείς κομμουνιστής από μια απλή απόφαση, όπως έγινε με την αλβανική περίπτωση. Οι κομμουνιστές, είναι προϊόν συγκεκριμένων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών (όπως η ταξική πάλη), και δεν είχε φθάσει σε ένα ικανοποιητικό βαθμό ωριμότητας στην Αλβανία. Το Κόμμα ήταν μόλις 18 μηνών, και οι Αλβανοί κομμουνιστές δεν είχαν τον απαραίτητο χρόνο για να εκπαιδευτούν και να αναπτυχθούν.

Δεν υπήρχε βιομηχανικό προλεταριάτο και, ως εκ τούτου, η οργανωμένη ταξική πάλη δεν υπήρχε. Αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι ότι ο αλβανικός λαός, εκτός απ’ τον αγώνα που έχει για την εθνική του ύπαρξη ενάντια στην καταπίεση των ξένων καθεστώτων, έχει δείξει ασύγκριτο επαναστατικό πνεύμα.

Λόγω του γεγονότος ότι οι ηγέτες του Αλβανικού Κομμουνιστικού κινήματος δεν είχαν αφομοιώσει ακόμα τις βασικές αρχές του κομμουνισμού, οι Γιουγκοσλάβοι σταλινικοί ήταν σε θέση, χωρίς κανένα εμπόδιο, να διαμορφώσουν μια κλίκα, τυφλά υπάκουη στις διαταγές τους. Περιττό να πούμε ότι, οι πρώτες οδηγίες τους ήταν να εξαλείψουν τους πραγματικούς μαρξιστές-λενινιστές επαναστάτες. Για αυτούς, οι κομμουνιστές αντιπροσώπευαν κίνδυνο. Οι φασίστες και οι δωσίλογοι ήταν για αυτούς δευτερεύουσας σημασίας.

Έτσι, πιστή στους ξένους δασκάλους της, που της υποσχέθηκε θέσεις και διακρίσεις, αυτή η κλίκα προχώρησε να δολοφονήσει τους πιο εκλεκτούς επαναστάτες αγωνιστές, εκείνους που είχαν στην πραγματικότητα χτίσει το κίνημα στην Αλβανία.

Μετά την άρνηση της ηγεσίας να καλέσει το Συνέδριο και μετά τις τρομοκρατικές μεθόδους που άρχισε να χρησιμοποιεί εναντίον της επαναστατικής αντιπολίτευσης, η τελευταία εξέδωσε ένα εκτενές κείμενο, με τίτλο “Γιατί διασπαστήκαμε από το λεγόμενο Κομμουνιστικό Κόμμα;“. Αυτό το έγγραφο υπογράφτηκε απ’ την επονομαζόμενη “Γνήσια Κομμουνιστική Οργάνωση“. Ο στόχος αυτού του ενημερωτικού κειμένου ήταν να γνωρίσουν τα μέλη του Κόμματος και ο λαός τις προδοσίες που είχαν διαπραχθεί.

Μετά τη δημοσίευση του παρόντος κειμένου, το επαναστατικό κίνημα του Αυλώνα ακολουθήθηκε απ’ το οργανωτικό κίνημα του Μπεράτ, υπό την ηγεσία των επαναστατών αγωνιστών Ρεσούλ, Ναμίκ και Φατμπάρδ.

Δυστυχώς, αυτά τα κινήματα “ ξεκληρίστηκαν” επειδή έγιναν σε μια περίοδο που η γραφειοκρατική κλίκα είχε σταθεροποιήσει ήδη τη θέση της στο Κόμμα, μέσω των δημαγωγικών και τρομοκρατικών ενεργειών.

Οι σταλινικοί στη συνέχεια άρχισαν να κατηγορούν την επαναστατική αντιπολίτευση, ως δεξί χέρι των αντιδραστικών δυνάμεων. Αλλά οι επαναστάτες ήταν σε θέση να αποδείξουν, με ατράνταχτα στοιχεία, ότι ήταν οι σταλινικοί που είχαν τρομοκρατήσει τις μάζες και τους συμπαθούντες του Κόμματος με τις τρομοκρατικές μεθόδους εναντίον των συντρόφων, που όλοι τους ήξεραν ως επαναστάτες αγωνιστές από τις αρχές του κινήματος. Και τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν οι άνθρωποι, εκτός απ’ το να φύγουν από το Κόμμα, που δολοφόνησε τους πιο γνωστούς επαναστάτες όπως ο Αναστάς Λούλα, Νεκί Χότζα (Βάνγκιο), Τζεμίλ Τσακέρρι, Λαζάρ Φούντο, Ρεσούλ Τοζάρι, Ναμίκ Mεκιούμια, Τζαφέρ Νταλάμι, Τζελάλ Χότζα, Νιχμέτ Μίτα, Χαλίμ Τζέλο, Ντούρο Κανίνα, Ινταγιέτ Μπολένα, Ζέφ Νόγια και εκατοντάδες άλλοι επαναστάτες που ξεχώρισαν για την επαναστατική τους συνείδηση.

(Ο Λαζάρ Φούντο και ο Χαλίμ Τζέλο ήταν οι πρώτοι κομμουνιστές στην Αλβανία. Ο Λαζάρ Φούντο ήταν επίσης μέλος της Κομμουνιστικής Διεθνούς για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έφυγε απ’ την Κομιντέρν όταν είδε ότι είχε πως τον μετέτρεπαν σε ένα εργαλείο της γραφειοκρατικής κλίκας του Κρεμλίνου. Μετά την απομάκρυνση από την Κομιντέρν, κατήγγειλε τις προδοσίες του Στάλιν και προκειμένου να διασφαλίσει τα κομμουνιστικά ιδεώδη, διέδωσε τις τροτσκιστικές ιδέες στην Αλβανία).

Ήττα

Και πώς ήταν δυνατόν οι σύντροφοι να μην χάσουν την εμπιστοσύνη τους σ’ αυτό το μέρος, όταν έμαθαν ότι ένα φασίστας συνταγματάρχης του ιταλικού στρατού έριξε στον αέρα τρεις βολές για να γιορτάσει τη χαρά του για τη δολοφονία των επαναστατών, που ήταν ο φόβος κι ο τρόμος των φασιστών στην Αλβανία;

Και πώς θα μπορούσαν ο λαός να μην συγκλονιστεί όταν οι πιο αδιάλλακτοι εχθροί του φασισμού και της αντίδρασης δολοφονήθηκαν από ανθρώπους απ’ το ίδιο τους το Κόμμα. Οι επιθυμίες των φασιστών, έγιναν πραγματικότητα απ’ τους άξιους εξομοιωτές τους, τους σταλινικούς.

Για να συνοψίσουμε, το αλβανικό κομμουνιστικό κίνημα εκφυλίστηκε με την παρέμβαση των σταλινικών παραγόντων τους οποίους είχαμε ορίσει εμείς.

Μετά από την παρέμβαση τους, η ειλικρίνεια του παρελθόντος αντικαταστάθηκε με την υποκρισία και την άθλια συκοφαντία. Η πίστη στα κομμουνιστικά ιδανικά με καριερισμό και τον μόχθο για εξουσία. Η αυτοπειθαρχία αντικαταστάθηκε με μια σιδερένια πειθαρχία που επιβλήθηκε από την ηγεσία. Η κριτική έγινε μόνο αυτοκριτική. Η ελευθερία της σκέψης αντικαταστάθηκε με τη τυφλή υπακοή. Ο σεβασμός προς τους συντρόφους που είχαν αποδείξει την αφοσίωσή τους στο κίνημα, είχε αντικατασταθεί με την υποχρεωτική ειδωλολατρία σε ανάξια άτομα, για τους αδαείς και άθλιους μικροαστούς σαν τον συνταγματάρχη Ενβέρ Χότζα και τη συμμορία του.

Η πλειοψηφία των μελών του Κόμματος, μαζί με τον αλβανικό πληθυσμό στο σύνολό γίνονται καθημερινά όλο και περισσότερο μάρτυρες του όλο και αυξανόμενου εκφυλισμού του κομμουνισμού που πηγάζει από τη σταλινική γραφειοκρατική κλίκα. Τα επονομαζόμενα “Λαϊκά Δικαστήρια”, αποδεικνύουν στη πραγματικότητα, τα σχέδια των νέων προωθητών των “Λαϊκών και Λαοκρατικών Δημοκρατιών”. Η άνανδρη δολοφονία εκατοντάδων μαρξιστών-λενινιστών. Η τελευταία θανατική καταδίκη για το γνωστό παλιό επαναστάτη Χασάν Ρέτσι (που έχει καταδικαστεί τρεις φορές σε θάνατο ως κομμουνιστής: μία φορά από την κυβέρνηση του βασιλιά Ζογκ, μια από τις φασιστικές δυνάμεις κατοχής, και τώρα για τρίτη φορά από τους σταλινικούς), η φυλάκιση του Καντρί Χότζα, ενός από τους πιο αφοσιωμένους επαναστάτες που έχει συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στο κομμουνιστικό κίνημα, η εκτέλεση του γνωστού επαναστάτη Σεϊφουλά Μαλεσόβα, ένας απ’ τους πρωτοπόρους του κομμουνισμού στην Αλβανία ο οποίος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο εξωτερικό στο πλαίσιο των προσπαθειών για το συντονισμό του αλβανικού κινήματος με εκείνο των άλλων χωρών και ο οποίος ήταν για μεγάλο διάστημα καθηγητής της υλιστικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας.

Τα κοινωνικά και οικονομικά προνόμια της γραφειοκρατικής κάστας και, πάνω απ’ όλα, η καταπίεση του λαού από τη δικτατορία μιας κλίκα είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά της προδοσίας του αλβανικού κομμουνιστικού κινήματος.

Το ερώτημα σήμερα είναι: Θα παραμείνει ο αλβανικός για πάντα παθητικός, δεχούμενος αυτή την κατάσταση ως μια ανίατη ασθένεια; Ο λαός της Αλβανίας παραμένει επαναστατικός. Θα είναι έτσι μόνο εάν στην ηγεσία υπάρξουν γνήσιοι μαρξιστές-λενινιστές (κάτι αδύνατον προς το παρόν, αλλά μπορεί να είναι εφικτό στο κοντινό μέλλον), και να απαλλαγεί μια για πάντα από αυτά τα θανατηφόρα μικρόβια της κοινωνίας. Ήταν ο λαός, που πίστεψε στις υποσχέσεις των σταλινικών, και τους έδωσε εξουσία και δύναμη. Και θα είναι ο λαός, που βλέποντας με τα ίδια του τα μάτια πώς οι σταλινικοί έχουν προδώσει το ιδανικό του, καθώς και τους χιλιάδες συντρόφους που έπεσαν για τον σκοπό του, θα βάλει μια και καλή ένα τέλος στα εγκλήματα τους. Κάτω από τη σημαία της Τέταρτης Διεθνούς ο λαός της Αλβανίας θα ακολουθήσει την μεγάλη πορεία προς την Απελευθέρωση της ανθρώπινης κοινωνίας και το Σοσιαλισμό.


Μετάφραση:
Γεώργιος Δημητράκης

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα