Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήKυπριακό: Γιατί δεν υπάρχει «δίκαιη και βιώσιμη» λύση στον καπιταλισμό

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Kυπριακό: Γιατί δεν υπάρχει «δίκαιη και βιώσιμη» λύση στον καπιταλισμό

Με αφορμή το αδιέξοδο των συνομιλιών για το Κυπριακό, δημοσιεύουμε ένα απόλυτα επίκαιρο και επιβεβαιωμένο στις βασικές του εκτιμήσεις παλιότερο άρθρο μας, που κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή, εξηγεί γιατί οι προσδοκίες για την επίτευξη «δίκαιης και βιώσιμης λύσης» πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού είναι αβάσιμες.

Το Κυπριακό ζήτημα έχει τις ρίζες του στην εποχή της αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Κύπρος, το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου, κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1571. Τρεις περίπου αιώνες μετά, το 1878, τέθηκε σε καθεστώς Βρετανικής κυριαρχίας, σαν αποτέλεσμα της αδυναμίας του Οθωμανικού κράτους να εξυπηρετήσει τα μεγάλα χρέη του προς τις αναπτυγμένες ευρωπαικές καπιταλιστικές δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία) που το είχαν τροφοδοτήσει με δάνεια το 1855.

Στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, στο νησί συμβίωναν χωρίς γεωγραφικό διαχωρισμό, δύο κοινότητες: η ελληνοκυπριακή που καταλάμβανε το 80% του πληθυσμού και η τουρκοκυπριακή που καταλάμβανε το 18%.

Το τέλος της Οθωμανικής κυριαρχίας, έδωσε τη δυνατότητα στους Ελληνοκύπριους αστούς να εδραιώσουν στις τάξεις των Ελληνοκυπρίων την προσδοκία για την «Ένωση» με το ελληνικό κράτος. Αυτή την αντίληψη καλλιεργούσε κύρια η Ορθόδοξη Εκκλησία, μαζί με τους αστούς διανοούμενους, ελέγχοντας τα σχολεία.

Από την άλλη πλευρά, η δημιουργία τουρκικού κράτους στις αρχές του 20ου αιώνα, μετά την κατάρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έδωσε την πολιτική βάση για την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των Τουρκοκυπρίων. Αυτή την όξυνση των εθνικών αισθημάτων στις τάξεις των Τουρκοκυπρίων και των Ελληνοκυπρίων, άρχισε να χρησιμοποιεί ύπουλα και επιδέξια η Βρετανική διοίκηση, στο πλαίσιο της τακτικής του «διαίρει και βασίλευε» και με σκοπό να διατηρήσει την αποικιοκρατική κυριαρχία της στο νησί.

Η πρώτη μεγάλη εξέγερση ενάντια στη Βρετανική κυριαρχία έγινε το 1931. Άρχισε σαν κοινή μαζική διαμαρτυρία των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων ενάντια στους αποικιοκρατικούς φόρους, αλλά τελικά, μετατράπηκε από την ισχυρή Ορθόδοξη Εκκλησία σε εξέγερση με κύριο αίτημα την «Ένωση». Την καταστολή της εξέγερσης, ακολούθησαν σκληρά μέτρα καταπίεσης από τους Βρετανούς αποικιοκράτες.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η ανεξάρτητη πολιτική του Νάσερ στην Αίγυπτο, η κλιμάκωση της Αραβοϊσραηλινής διένεξης και τα μεγάλα αποθέματα πετρελαίου της Μ. Ανατολής, έκαναν την Κύπρο μια ιδιαίτερα κρίσιμη γεωπολιτικά περιοχή για τον Δυτικό ιμπεριαλισμό. Έτσι οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές, που παραχωρούσαν την κυρίαρχη διεθνή θέση τους στο νέο μεγάλο αφεντικό του καπιταλιστικού κόσμου, τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές, ενέτειναν την υποδαύλιση της εθνικής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων, κρατώντας παράλληλα το ρόλο του διαιτητή, για να ελέγχουν την κατάσταση στο νησί και να διατηρούν άθικτες τις στρατιωτικές τους βάσεις (Ακρωτήρι και Δεκέλεια).

Η ηγεσία του ΑΚΕΛ («Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού»), δηλαδή του μετονομασμένου Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου που ιδρύθηκε το 1926, στάθηκε ανίκανη να ενώσει την εργατική τάξη των δύο κοινοτήτων σε κοινό αγώνα ενάντια στην αποικιοκρατία. Εγκλωβισμένη στη σταλινική πολιτική «των σταδίων» και της ταξικής συνεργασίας με την «προοδευτική αστική τάξη», επεδίωκε διαρκώς τη δημιουργία κοινού μετώπου με την ελληνοκυπριακή αστική τάξη, η οποία όμως, ήταν στο σύνολό της αντιδραστική και δεμένη με δεκάδες «νήματα» με την αποικιοκρατία και φυσικά, με την εξίσου απόλυτα αντιδραστική άρχουσα τάξη της Ελλάδας.

Ένα δείγμα των τεράστιων δυνατοτήτων που υπήρχαν για την κοινή δράση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εργαζομένων, ήταν οι ιστορικές απεργίες των μεταλλωρύχων, των αμιαντωρύχων και των οικοδόμων το 1948. Παλεύοντας αδελφωμένοι οι Eλληνοκύπριοι και Tουρκοκύπριοι εργάτες, με διάρκεια και ηρωισμό, νίκησαν, παρά το γεγονός ότι εναντίον τους συνασπίστηκε η ξένη και ντόπια εργοδοσία, η αποικιακή κυβέρνηση, η Εκκλησία και η απεργοσπαστική συνδικαλιστική γραφειοκρατία.

Την περίοδο 1955 – 59, η ελληνοκυπριακή αστική τάξη και η Δεξιά, σφετερίστηκαν πλήρως στην πάλη ενάντια στη Βρετανική κατοχή με όχημα την οργάνωση ΕΟΚΑ («Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών»), που ιδρύθηκε από τον διαβόητο φασίστα Κύπριο αξιωματικό του ελληνικού στρατού και γνωστό για τη δράση του ως αρχηγού της φιλοναζιστικής-αντικομμουνιστικής οργάνωσης «Χ», Γεώργιο Γρίβα (ψευδώνυμο «Διγενής») και η οποία, υποστηριζόταν από κύκλους της ελληνικής αστικής τάξης και του ελλαδικού κρατικού μηχανισμού. Η εθνικιστική συνθηματολογία και η στρατιωτικοποιημένη μορφή της δράσης της ΕΟΚΑ, αποξένωσαν την Τουρκοκυπριακή από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα και διευκόλυναν τα σχέδια των Βρετανών ιμπεριαλιστών να σπείρουν ακόμα περισσότερο μίσος ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους. Για να εφαρμοστούν καλύτερα τα σχέδια αυτά, επιχειρήθηκε να εξοντωθεί η εργατική πρωτοπορία, απαγορεύθηκε η έκδοση των εντύπων του ΑΚΕΛ και φυλακίστηκαν δεκάδες στελέχη του, ενώ με τις διαταγές του Γρίβα, δολοφονήθηκαν αριστεροί αγωνιστές.

Οι συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου και η εύθραυστη «ανεξαρτησία»

Οι Συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου που υπογράφηκαν το 1959 μεταξύ Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας, ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας, τερμάτισαν μόνο τυπικά τη Βρετανική κυριαρχία και ίδρυσαν ένα κατ’ όνομα ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος, με τις τρεις πρώτες σαν «εγγυήτριες δυνάμεις». Αυτές οι Συνθήκες αποτελούσαν ασταθείς συμβιβασμούς ανάμεσα στα διαφορετικά αστικά συμφέροντα που συγκρούονταν στην Κύπρο. Οι Ελληνοκύπριοι αστοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το όραμα της «Ένωσης», με αντάλλαγμα την πολιτική κυριαρχία τους στο νησί. Οι Τουρκοκύπριοι αστοί δεν πέτυχαν τη διχοτόμηση, αλλά εμπόδισαν την «Ένωση» και απέσπασαν σημαντικό βαθμό συμμετοχής στην Κυπριακή κυβέρνηση. Οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές διατήρησαν τις στρατιωτικές τους βάσεις στην Κύπρο, ενώ η Ελλάδα και η Τουρκία απέκτησαν δικαίωμα επέμβασης και διατήρησης στρατευμάτων. Γενικότερα, οι συμφωνίες αυτές διαιώνισαν την ιμπεριαλιστική κυριαρχία στο νησί και υπηρέτησαν τα NATOϊκά σχέδια για τη μετατροπή της Kύπρου σε «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» στην ανατολική Mεσόγειο.

Στα τρία χρόνια που λειτούργησε το Σύνταγμα της Ζυρίχης, οι αστοί εθνικιστές στις δύο κοινότητες προετοιμάζονταν για τη σύγκρουση. Οι Ελληνοκύπριοι εθνικιστές για να περιορίσουν τα «προνόμια» των Τουρκοκυπρίων και να προωθήσουν την «Ένωση» και οι Τουρκοκύπριοι εθνικιστές για να επεκτείνουν και να μεγαλώσουν τον διαχωρισμό των κοινοτήτων και την πρόσδεση των Τουρκοκυπρίων στην απόλυτη εξάρτηση από τη «μητέρα Τουρκία». Οι Ελληνοκύπριοι αστοί με όπλο την οικονομική τους υπεροχή, ήθελαν να επιβληθούν απόλυτα στην Κύπρο αμφισβητώντας τα στοιχειώδη δημοκρατικά και ανθρώπινα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Τα πρώτα αυτά χρόνια της «ανεξαρτησίας»,  ως άξιος μιμητής των μεθόδων του αντιδραστικού ελληνοκυπριακού εθνικισμού μέσα στους κόλπους των Τουρκοκυπρίων, αναδεικνύεται η ακροδεξιά οργάνωση ΤΜΤ (Τουρκική Αντιστασιακή Οργάνωση), με επικεφαλής το πρώην στέλεχος του αποικιοκρατικού καθεστώτος, Ραούφ Ντενκτάς, που ενισχυόμενη με χρήματα και οπλισμό από την Τουρκία, προέβη σε δολοφονίες και διωγμούς Τουρκοκυπρίων αριστερών αγωνιστών.

Η διετία 1963–1964 σημαδεύτηκε από ένοπλες εθνικιστικές συγκρούσεις και θηριωδίες, με βασικό πολιτικό αυτουργό τους Ελληνοκύπριους αστούς. Στις 30 Νοεμβρίου 1963, ο Πρόεδρος της Κύπρου και Αρχιεπίσκοπος Μακάριος (αληθινό όνομα Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος), έθεσε μονομερώς το ζήτημα της αλλαγής του Συντάγματος της Ζυρίχης σε 13 σημεία, με σκοπό ο Τουρκοκύπριος Αντιπρόεδρος να χάσει το δικαίωμα του βέτο και να εκλέγεται, όχι πλέον από τους Τουρκοκύπριους, αλλά από την πλειοψηφία της Βουλής. Η φυσιολογική άρνηση των Τουρκοκυπρίων να δεχθούν την αλλαγή αυτή, εμφανίστηκε από τους Ελληνοκύπριους αστούς σαν «ανταρσία εναντίον του κράτους» και κλιμάκωσε από την πλευρά τους, με εκφραστή τον ίδιο τον αντιδραστικό Μακάριο, την εφαρμογή σχεδίων για βίαια, εθνικιστικά πογκρόμ.

Η επίθεση των Ελληνοκυπρίων αστών άρχισε τον Δεκέμβριο του 1963 με το σχηματισμό ένοπλων ομάδων, με επικεφαλής τον κατοπινό πραξικοπηματία Νίκο Σαμψών, οι οποίες διεξήγαγαν πογκρόμ εναντίον των Τουρκοκυπρίων. Βάρβαρα δείγματα αυτού του πογκρόμ δόθηκαν στο προάστιο Ομορφίτα και στα χωριά Μαθιάτι, Άγιος Βασίλειος και Κουμσάλ, όπου οι Ελληνοκύπριοι εθνικιστές εκτέλεσαν εν ψυχρώ 150 άτομα, ενώ δεκάδες ήταν οι «αγνοούμενοι» Τουρκοκύπριοι απ’ όλες αυτές τις επιχειρήσεις. Είναι γνωστή η ανατριχιαστική (και ασφαλώς αμφισβητούμενη από τους ελληνοκύρπιους εθνικιστές) φωτογραφία που έκανε τον γύρο του κόσμου και απεικόνιζε τα τρία μικρά παιδιά του ταγματάρχη του τουρκικού εκστρατευτικού σώματος στην Λευκωσία, Ιλχάν, σκοτωμένα μαζί με την μητέρα τους μέσα σε μια λίμνη αίματος, στην μπανιέρα του σπιτιού τους. Αυτού του είδους οι θηριωδίες έδωσαν την αφορμή για τον βάρβαρο βομβαρδισμό κατοικημένων περιοχών στην Τηλλυρία από την τουρκική αεροπορία τον Αύγουστο του 1964, με βόμβες «Ναπάλμ»!

Τα αντι-τουρκοκυπριακά πογκρόμ είχαν σαν αποτέλεσμα την καθιέρωση της «Πράσινης Γραμμής» στη Λευκωσία και τον πλήρη διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων, με τον περιορισμό των Τουρκοκυπρίων σε 6 θύλακες που αντιστοιχούσαν μόλις στο 4.86% του κυπριακού εδάφους! Η κυβέρνηση του Μακαρίου, που για λογαριασμό της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης μονοπώλησε αυτή την περίοδο την εξουσία, επέβαλε απάνθρωπο οικονομικό εμπάργκο στους τουρκοκυπριακούς θύλακες και απαγόρευσε την πρόσβασή τους σε εμπορεύματα όπως το τσιμέντο, τα τρακτέρ, ακόμα και τα μάλλινα ρούχα, προβαίνοντας επίσης σε συχνές διακοπές νερού και ρεύματος.

Η τουρκοκυπριακή Αριστερά ταυτόχρονα, εξοντώθηκε κάτω από την κυριαρχία των εθνικιστών του Ντενκτάς στους τουρκοκυπριακούς θύλακες. Από την άλλη πλευρά, η σταλινική ηγεσία του ΑΚΕΛ είχε γίνει ένας πιστός υποστηρικτής της εθνικιστικής πολιτικής του Μακαρίου, παρουσιάζοντας τις διεθνείς μανούβρες του που στόχευαν στην μόνιμη εξασφάλιση μιας προνομιακής, κυρίαρχης θέσης για τους Ελληνοκύπριους αστούς στο νησί, σαν «εθνικά ανεξάρτητη» πολιτική.  Σε άρθρο που δημοσιεύεται στην επίσημη ιστοσελίδα του ΑΚΕΛ σχετικά με την ιστορία του κόμματος, διαβάζουμε χαρακτηριστικά τα ακόλουθα : «..Tο AKEΛ ήταν η κύρια πολιτική δύναμη που στάθηκε με συνέπεια και ανιδιοτέλεια δίπλα στον Πρόεδρο Mακάριο στηρίζοντας την πολιτική του για απόκρουση των διπλοενωτικών, διχοτομικών σχεδίων. ..Tο AKEΛ στήριξε επίσης την αδέσμευτη εξωτερική πολιτική της Kυπριακής Δημοκρατίας…».

Η επικράτηση της Απριλιανής Χούντας στην Ελλάδα το 1967, διευκόλυνε τα σχέδια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού για την επιβολή μιας οριστικής διχοτόμησης της Κύπρου, που θα εδραίωνε τον ιμπεριαλιστικό γεωπολιτικό έλεγχο στο νησί και θα υπέτασε τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους στον άμεσο έλεγχο των προστάτιδων αρχουσών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας, αμφότερων, δουλικών προς τις ΗΠΑ. Αντικειμενικά, εμπόδιο σε αυτά τα σχέδια στέκονταν οι διεθνείς ελιγμοί που έκανε ο Μακάριος, πάντα στην υπεράσπιση των συμφερόντων και της θέσης της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης, με την ένταξη στο λεγόμενο «Κίνημα των Αδεσμεύτων» και τις φιλικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ. Έτσι η ίδρυση της ΕΟΚΑ Β’ το 1971, που ήταν ένα ενεργούμενο της ελλαδικής Χούντας και της αμερικάνικης CIA, σηματοδότησε την έναρξη ενεργειών για την πραξικοπηματική ανατροπή και τη δολοφονία του Mακαρίου. Έφερε επίσης την κλιμάκωση της βίας ενάντια στην Αριστερά και το AKEΛ, η ηγεσία του οποίου συνέχιζε να αποτελεί «ουρά» του Αρχιεπισκόπου, αντί να οργανώνει την αλληλέγγυα και ανεξάρτητη από αστικά συμφέροντα, αντι-ιμπεριαλιστική και αντικαπιταλιστική, κοινή πάλη της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής εργατικής τάξης.

Το πραξικόπημα ανατροπής του Μακαρίου στις 15 Iουλίου του 1974 με την καθοδήγηση της ελλαδικής Xούντας του Δημήτρη Ιωανίδη και την υποστήριξη της CIA, έδωσε τελικά το πρόσχημα στην τουρκική άρχουσα τάξη, να ανατρέψει με τη βάρβαρη εισβολή του τουρκικού στρατού προς όφελός της το εθνικό και εδαφικό ισοζύγιο στην Κύπρο, καταλαμβάνοντας το 37% του νησιού και σπρώχνοντας στην προσφυγιά το 1/3 του κυπριακού πληθυσμού. Το διώξιμο των Ελληνοκυπρίων από το Βορά και η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από το Νότο οδήγησαν στην ολοκλήρωση της εγκληματικής διχοτόμησης της Κύπρου και τυπικά το 1983, με την ίδρυση της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» και τον μαζικό εποικισμό της από τουρκικούς πληθυσμούς.

Σοσιαλιστική διέξοδος από τη σύγκρουση των αστικών συμφερόντων

Η διαρκής σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις των δύο κοινοτήτων, καθώς και μεταξύ των προστατιδών αρχουσών τάξεων Ελλάδας και της Τουρκίας, σε συνδυασμό με την μόνιμη απόπειρα διατήρησης της Κύπρου στη σφαίρα της επιρροής του Δυτικού ιμπεριαλισμού, εξακολουθούν να αποτελούν ανυπέρβλητα εμπόδια για να βρεθεί μια βιώσιμη και δίκαιη λύση στο Κυπριακό ζήτημα.

Ο Δυτικός ιμπεριαλισμός σήμερα, θέλει να διασφαλίσει τον έλεγχο της Κύπρου, εξαιτίας της αναβάθμισης της ως ενεργειακή πηγή με την ανακάλυψη αξιόλογων κοιτασμάτων αερίου και πετρελαίου στον υποθαλάσσιό της χώρο, σε συνθήκες διαρκώς οξυνόμενου γεωπολιτικού ανταγωνισμού με τη Ρωσία, αλλά και μεγάλων ανακατατάξεων και αστάθειας στον Αραβικό κόσμο και τη Μέση Ανατολή.

Η ελληνική αστική τάξη θέλει να απαλλαγεί από τον «βραχνά» του Κυπριακού, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να κλονίσει τις σχέσεις με τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς – δανειστές της, αλλά και με την Τουρκία, εν μέσω μιας τραγικά δύσκολης οικονομικής συγκυρίας για τον ελληνικό καπιταλισμό. Η Τουρκία επιχειρεί να βρει το δρόμο για την εκμετάλλευση μέρους του υποθαλάσσιου πλούτου της Κύπρου και ταυτόχρονα, χρησιμοποιεί την Κύπρο σαν ένα διαπραγματευτικό χαρτί στον ανταγωνισμό της με την Ελλάδα και στη διεκδίκηση εύνοιας από το Δυτικό ιμπεριαλισμό για τις γεωπολιτικές της στοχεύσεις, σε μια φάση όπου η βαθμιαία όξυνση του Κουρδικού απειλεί ευθέως τη συνοχή του τουρκικού κράτους.

Η ελληνοκυπριακή αστική τάξη εμφανίζεται διχασμένη. Ένα τμήμα της πορεύεται με σημείο αναφοράς τη λογική του απορριφθέντος από το προ δεκαετίας δημοψήφισμα «σχεδίου Ανάν» και επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή ενότητα του νησιού, υπό τη δικής της όμως, οικονομική και πολιτική κυριαρχία. Καρπός αυτών των επιδιώξεων είναι η επανέναρξη των συνομιλιών με τους Τουρκοκυπρίους. Ένα άλλο τμήμα των Ελληνοκυπρίων αστών, οχυρωμένο πίσω από τον σκληρό εθνικισμό, συνεχίζει να τηρεί μια αδιάλλακτη στάση, που όμως το τελευταίο διάστημα κάμπτεται και γίνεται ολοένα και πιο μειοψηφική σαν αποτέλεσμα της εξάρτησης της Κύπρου από τη χρηματοδότηση της τρόικας και την ΕΕ.

Η αδύναμη τουρκοκυπριακή αστική τάξη, φοβάται διαχρονικά ότι η οικονομική επανένωση της Κύπρου θα οδηγήσει στην αποδυνάμωσή της. Όμως από την άλλη πλευρά, τόσο εκείνη, όσο και η προστάτιδά της, τουρκική άρχουσα τάξη, θέλουν να διεκδικήσουν επωφελείς οικονομικές συμφωνίες με την ΕΕ και επίσης, δεν θέλουν όπως προαναφέραμε, να μείνουν αποκλεισμένες από την εκμετάλλευση των ενεργειακών αποθεμάτων του νησιού. Έτσι η σημερινή αυτή συγκυρία, ευνόησε μια συστηματική απόπειρα για επίτευξη συμφωνίας.

Όμως αυτό το γεγονός, δε σημαίνει καθόλου ότι η συμφωνία αυτή τελικά θα επιτευχθεί ή ότι ακόμα και εάν επιτευχθεί, θα είναι σταθερή και βιώσιμη. Το βασικό πρόβλημα κάθε πιθανής συμφωνίας, όπως φάνηκε και στο «σχέδιο Ανάν», είναι ότι θα επιχειρήσει να συμβιβάσει τα από τη φύση τους, σφοδρά συγκρουόμενα αστικά συμφέροντα στο νησί, δημιουργώντας την ασταθή ισορροπία μια Ομοσπονδίας, που αναπόφευκτα πάνω στο έδαφος των καπιταλιστικών ανταγωνισμών θα δημιουργήσει νέο πεδίο για σκληρές εθνικιστικές αντιπαραθέσεις, τύπου «καθεστώτος Ζυρίχης».

Ολόκληρη η ιστορία του Κυπριακού, αποδεικνύει ότι δίχως την ανατροπή της εξουσίας των εμπλεκόμενων κεντρικών και περιφερειακών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των αστών των δύο τμημάτων του νησιού, είναι αδύνατο να βρεθεί οποιαδήποτε δίκαιη και μόνιμη λύση για τις χιλιάδες του Ελληνοκυπριακού και Τουρκοκυπριακού λαού. Καμία αυταπάτη δεν θα πρέπει να υπάρχει για τα διάφορα σχέδια επίλυσης που προωθούνται από τους αστούς και τον ιμπεριαλισμό. Μόνο η Ελληνοκυπριακή και η Τουρκοκυπριακή εργατική τάξη που έχουν κοινά συμφέροντα κι όχι συγκρουόμενα όπως οι αστοί, με τον κοινό τους αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό, μπορούν να δώσουν λύση στο Κυπριακό, στη βάση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας προς όφελος των λαών και των δύο κοινοτήτων. Ο σκοπός πρέπει να είναι μια ενιαία σοσιαλιστική Κύπρος, με κοινωνικοποιημένη, σχεδιασμένη οικονομία, χωρίς ξένες στρατιωτικές βάσεις και ξένα στρατεύματα, που θα κυβερνάται από ενιαία δημοκρατικά όργανα με την ισότιμη συμμετοχή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εργαζομένων και θα εγγυάται πλήρως την εθνική αυτοδιάθεση και τα υπόλοιπα δημοκρατικά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων, μέχρι και το δικαίωμα του κρατικού αποχωρισμού. Μόνο αυτή θα είναι μια αληθινά δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού.

Για να οδηγηθούμε σε μια μόνιμη πραγματικότητα ειρήνης και ευημερίας στο νησί γύρω από μια τέτοια λύση, απαιτείται η αλληλέγγυα πάλη των Ελλήνων και Τούρκων εργαζομένων, με σκοπό τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής ομοσπονδίας της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Κύπρου, σαν ένα βήμα για τη νίκη του σοσιαλισμού σε βαλκανικό, ευρωπαϊκό και γενικότερα, διεθνές επίπεδο.

Οι μόνες πρωτοβουλίες συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού που θα πρέπει να υποστηρίξουν οι εργαζόμενοι, είναι αυτές που θα διεξαχθούν πάνω σε μια τέτοια, ταξική, διεθνιστική και αντικαπιταλιστική πολιτική βάση, αποκλειστικά από τις πολιτικές και άλλες μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης σε Κύπρο, Ελλάδα και Τουρκία και σε πλήρη διαχωρισμό από τις άρχουσες τάξεις, τον ιμπεριαλισμό και τους εκπροσώπους τους.

Σταμάτης Καραγιαννόπουλος

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ – τεύχος 30 – Μάρτιος 2014)

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα